γράφει ο 

Βύρων Δημητριάδης 

 

 

βρείτε το πρώτο μέρος εδώ

 

Όταν ο Κούλης, ως νεοφιλελεύθερος (νεοναζιστής) πρωθυπουργός, χρησιμοποιεί δημόσια τον φιλελεύθερο όρο “κράτος δικαίου” έμπρακτα εννοεί το παλιό ναζιστικό (εθνικοσοσιαλιστικό) ιδεώδες του “δίκαιου κράτους”: δύο διαφορετικά είδη νόμου -τόσο διαφορετικά ώστε σχεδόν δεν θα έπρεπε να αποκαλούνται με το ίδιο όνομα.

 

Το ένα είναι ο νόμος του κράτους δικαίου, γενικές αρχές που τίθενται εκ των προτέρων, οι “κανόνες του παιχνιδιού” που επιτρέπουν στους πολίτες να προβλέπουν πώς θα χρησιμοποιηθούν οι αναγκαστικές εξουσίες του κράτους ή τι επιτρέπεται να κάνουν -ή τι θα αναγκαστούν να κάνουν- σε δεδομένες συνθήκες οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι και οι συμπολίτες τους.

 

Το άλλο είδος νόμου δίνει ουσιαστικά στις αρχές την εξουσία να κάνουν ό, τι θεωρούν σκόπιμο.

 

Έτσι, το κράτος δικαίου προφανώς δεν μπορεί να διατηρηθεί σε μια δημοκρατία που αναλαμβάνει να διευθετεί κάθε σύγκρουση συμφερόντων όχι σύμφωνα με εκ των προτέρων θεσπισμένους κανόνες, αλλά “κατά περίπτωση”.

 

Το κράτος δικαίου λοιπόν συνεπάγεται όρια στην εμβέλεια της νομοθεσίας: την περιορίζει σε εκείνο το είδος γενικών κανόνων που γνωρίζουμε ως τυπικό δίκαιο και αποκλείει νομοθεσίες που αποσκοπούν είτε άμεσα σε συγκεκριμένους ανθρώπους είτε στο να επιτρέπουν σε οποιονδήποτε να χρησιμοποιεί την καταναγκαστική εξουσία του κράτους για τους σκοπούς τέτοιων διακρίσεων.

 

Δεν σημαίνει ότι τα πάντα ρυθμίζονται από το δίκαιο, αλλά, τουναντίον, ότι η καταναγκαστική εξουσία του κράτους μπορεί να χρησιμοποιείται μόνο σε περιπτώσεις που ορίζονται εκ των προτέρων από το δίκαιο και με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να προβλεφθεί πότε θα χρησιμοποιηθεί.

 

Έτσι, ένα δεδομένο νομοθέτημα μπορεί να καταπατά το κράτος δικαίου.

 

Στην πραγματικότητα, καθώς το κράτος δικαίου συρρικνώνεται γίνεται συχνά αναγκαίο να χαρακτηρίζονται ολοένα περισσότερο οι νομικές διατάξεις με αναφορά στο “δίκαιο” ή στο “εύλογο” (ακόμη και στις “αδιευκρίνιστες πιστώσεις”)!!!

 

Αυτό σημαίνει ότι γίνεται αναγκαίο να αφήνεται η απόφαση για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ολοένα περισσότερο στη διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου δικαστή ή της αρμόδιας αρχής.

 

Θα μπορούσε να γράψει κανείς μια ιστορία της παρακμής του κράτους δικαίου με όρους της σταδιακής εισαγωγής αυτών των αόριστων διατυπώσεων στη νομοθεσία και στη δικονομία, και της αυξανόμενης αυθαιρεσίας και αβεβαιότητας -και της επακόλουθης περιφρόνησης- του δικαίου και του δικαστικού σώματος, που σε αυτές τις συνθήκες δεν θα μπορούσαν παρά να γίνουν ένα όργανο πολιτικής.

 

Η ιδέα ή η πίστη, ότι όσο όλες οι ενέργειες του κράτους είναι δεόντως εγκεκριμένες από τη νομοθεσία, υπάρχει κράτος δικαίου, συνιστά πλήρη παρανόηση της σημασίας του κράτους δικαίου.

 

Ο κανόνας αυτός ελάχιστη σχέση έχει με το ερώτημα αν οι ενέργειες της κυβέρνησης είναι νόμιμες με τη δικονομική έννοια.

 

Κάλλιστα μπορεί να είναι, και ωστόσο να μη συνάδουν με το κράτος δικαίου.

 

Το γεγονός ότι κάποιος είναι πλήρως εξουσιοδοτημένος από νομική άποψη να δρα έτσι όπως δρα δεν δίνει απάντηση στο ερώτημα αν ο νόμος του δίνει την εξουσία να δρα αυθαίρετα ή αν ο νόμος επιβάλλει απερίφραστα πώς πρέπει να δρα.

 

Ο Χίτλερ -ας πούμε- απέκτησε τις απεριόριστες εξουσίες με αυστηρά συνταγματικό τρόπο και άρα οτιδήποτε έκανε ήταν νόμιμο με τη δικονομική έννοια.

 

Ποιος όμως θα υποστήριζε ότι για τον λόγο αυτό υπήρχε κράτος δικαίου στη ναζιστική Γερμανία;

 

Ο ναζιστής νομικός Καρλ Σμιτ υποστήριζε ότι αν το κράτος δικαίου -δηλαδή κράτος υπό την εξουσία του δικαίου- δεν εξυπηρετεί πλέον την προστασία της ιδιωτικής περιουσίας αντικαθίσταται από ένα καθεστώς που θα χαρακτηρίζεται από μια διαρκή κατάσταση εκτάκτου ανάγκης: μια εκτελεστική εξουσία που δεν θα ελέγχεται πλέον δημοκρατικά, μια εκτελεστική εξουσία που θα κυβερνά με μέτρα και θα μεταχειρίζεται ένα μη τυποποιημένο δίκαιο για να διατηρήσει τη “φιλελεύθερη κοινωνία” δηλαδή μια καπιταλιστική κοινωνία με εγγυητή ένα ισχυρό κράτος: το δίκαιο κράτος -δηλαδή δίκαιο υπό την εξουσία του κράτους. Διότι “Κυρίαρχος είναι όποιος αποφασίζει για την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης” (βλ: F.V. Hayek: “Ο Δρόμος προς τη Δουλεία” και J.W. Muller: “Ένας επικίνδυνος νους: Η επίδραση του Καρλ Σμιτ στον ευρωπαϊκό μεταπολεμικό στοχασμό”).

 

Στην “ΑΥΓΗ” της 22/1/22 ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και Νομικός, Σπύρος Λάππας τιτλοφόρησε την “Άποψή” του: “Η ΝΔ θέτει τη Δικαιοσύνη σε κατάσταση πολιορκίας” όπου παραθέτει μερικές από τις νομοθετικές παρεμβάσεις προς ακύρωση του κράτους δικαίου:

 

“...Είναι η ΝΔ του Κ. Μητσοτάκη που με νομοθετικές της πρωτοβουλίες “κόντυνε” το κράτος δικαίου, εκμηδένισε τη διαφάνεια, εξαφάνισε τη λογοδοσία και ενίσχυσε παντοιοτρόπως τους ισχυρούς φίλους της, που με τη σειρά τους τη στηρίζουν παντοιοτρόπως.

 

...Διαχρονικά φοβάται την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και νιώθει ανασφάλεια από τις έρευνές της. Απόδειξη το γεγονός ότι το 2013 οι Οικονομικοί Εισαγγελείς Πεπόνης και Μουζακίτης, που διερευνούσαν μεγάλα οικονομικά σκάνδαλα (τις χρηματοδοτήσεις των κομμάτων και ύποπτες λίστες ύποπτων καταθέσεων κ.α.) κατήγγειλαν ευθείες παρεμβάσεις στο διωκτικό τους έργο.

 

Αμέσως μεθοδεύτηκε η εξουδετέρωσή τους με τη δημιουργία της Εισαγγελίας Διαφθοράς, που απορρόφησε το έργο τους.

 

Τώρα που η Εισαγγελέας Διαφθοράς ερεύνησε με τρόπο και αποτέλεσμα μη αρεστό σ' αυτούς την εξουδετέρωσαν με το ακριβώς αντίθετο: τη δημιουργία Οικονομικής Εισαγγελίας και κατάργηση της Εισαγγελίας Διαφθοράς και της Ελένης Τουλουπάκη...

 

Για πρώτη φορά από καταβολής του ελληνικού κράτους η απόφαση για τη δίωξη ή μη της Εισαγγελέως Διαφθοράς Ελένη Τουλουπάκη ανατέθηκε σε δύο αντιεισαγγελείς του Αρείου Πάγου παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με τους ποινικοδικονομικούς κανόνες, η Εισαγγελία είναι μονοπρόσωπο και ενιαίο πρόσωπο-όργανο και τυχόν διαφωνία τους θα οδηγούσε κατ' ανάγκη σε λογικό και νομικό αδιέξοδο.

 

Οι δύο αντιεισαγγελείς πράγματι διαφώνησαν και υπέβαλε ο καθένας τους χωριστό πόρισμα με εκ διαμέτρου αντίθετες προτάσεις.

 

Η τελική επιλογή αφέθηκε σε εισαγγελέα κατώτερου(!) βαθμού, ο οποίος επέλεξε (δεν γνωρίζουμε με ποια νομικά και ουσιαστικά κριτήρια) τη γνώμη εκείνου που πρότεινε την ποινική δίωξη της Ελ. Τουλουπάκη, όπως πρότειναν η ΝΔ και το ΚΙΝ.ΑΛΛ...”.

 

Με μια πολύ σκληρή δήλωση σχολίασε την κλήση της σε απολογία με την ιδιότητα της κατηγορουμένης για κακούργημα η πρώην επικεφαλής της Εισαγγελίας Διαφθοράς Ελ. Τουλουπάκη: “...Τα τελευταία τρία χρόνια η ελληνική κοινωνία παρακολουθεί τη συστηματική προσπάθεια μετατροπής ενός τεράστιου διεθνούς σκανδάλου στην αποκαλούμενη ως “σκευωρία Novartis”.

 

Από την πρώτη στιγμή που η υπόθεση έφτασε στην Εισαγγελία Διαφθοράς, δεχθήκαμε ακραίες συκοφαντικές επιθέσεις και πιέσεις κάθε είδους προκειμένου να παρακωλυθούμε στο έργο μας και να καταστούμε εν τέλει οι ίδιοι κατηγορούμενοι ως τάχα μέλη εγκληματικής οργάνωσης.

 

Στο πλαίσιο της συντεταγμένης και οργανωμένης αυτής προσπάθειας εναντίον μας καταπατήθηκε κάθε έννοια του κράτους δικαίου και διάκρισης των εξουσιών, μεταξύ άλλων, με ωμές παρεμβάσεις πολιτικών στο ανώτατο επίπεδο, που (...) οι δικαστικές εξελίξεις δείχνουν απλά να τις επικυρώνουν.

 

Ως απάντηση στη θεσμική εκτροπή και έκπτωση, εγώ και οι συνυπηρετήσαντες με εμένα εισαγγελείς παραμείναμε αταλάντευτα πιστοί στο Σύνταγμα και επιτελέσαμε το καθήκον μας με εντιμότητα (...).

 

...Για εμένα λοιπόν αυτή η κλήση προς απολογία είναι τίτλος τιμής. Τίτλος αναγνώρισης ότι ενήργησα με γνώμονα την αλήθεια για το δημόσιο συμφέρον...”.

 

Η ευκρίνεια των θέσεων της λειτουργού της Δικαιοσύνης και του “κράτους δικαίου” αντιπαρατίθεται στις “αδιευκρίνιστες πιστώσεις” (κοντά στο 1 εκατ ευρώ του Δ. Αβραμόπουλου και στις 350 χιλ ευρώ του Α. Γεωργιάδη) που βρέθηκαν στους κατά συρροήν αθώους υπουργούς Υγείας της Novartis, τα κατ' εξακολούθηση όργανα του νεοναζιστικού “δίκαιου κράτους” του Κούλη -ως πρωθυπουργός.