γράφει ο

Βασίλης Μυλωνάς

 

Μάνα, δεν είναι ψέματα, ανέβηκα σε κούνια,

αλλά μού κόψαν τη ζωή, τα ελεεινά γουρούνια.

 

Ήτανε στη Χαλκιδική, μέσα στο Πευκοχώρι,

που είχανε τα λούνα παρκ, κάποιοι άχρηστοι μαστόροι.

 

Ανέβηκα να κουνηθώ, με τον μικρό αδερφό μου

κι εκεί μπροστά στα μάτια σου, ήρθε το φονικό μου.

 

Ημέρα αυγουστιάτικη, χαρά Θεού, για γλέντια,

το λούνα παρκ προσέφερε, διασκέδαση και γέλια.

 

Κι ο κόσμος όμορφες στιγμές, ευχάριστα περνούσε,

μα το ρημάδι λούνα παρκ, λαθραία λειτουργούσε.

 

Μάνα, δεν είχε άδεια, απ’ τις υπηρεσίες,

γιατί ήταν σκούριο κι άχρηστο, κάποιες δεκαετίες.

 

Ήτανε τα καθίσματα, παλιά και ξεσκισμένα

και στα τριμμένα σίδερα, τα είχαν βιδωμένα.

 

Κι εκεί, μάνα, που ο τροχός, πήρε μεγάλη φόρα,

ξεκόλλησε το κάθισμα κι ήρθε η κακιά η ώρα.

 

Μάνα, πιάσε το αφεντικό κι όχι με μία πέτρα,

ξέκανε τον με τουφεκιά, από τα δύο μέτρα.

 

Γιατί αυτού του κερατά, που αισχροθησαυρίζει,

τέτοια ποινή, μανούλα μου, μονάχα του αξίζει.

 

Μπροστά στο κέρδος, μάνα μου, ζωές δε λογαριάζει

κι έχει μόνο έναν καημό, πόσα χρήματα βγάζει.

 

Τσαλαπατάει διαταγές και νόμους κι όλα τ’ άλλα,

τέτοιο καθοίκι, μάνα μου, είναι για την κρεμάλα.

 

Τι να πω για τον νεαρό, που τα κουμπιά πατούσε;

Του αφεντικού τις εντολές, στα σκοτεινά εκτελούσε.

 

Τους πιάσανε, λέει και τους δυό, μα πάλι τους αφήσαν,

τον θάνατό μου, μάνα μου, τόσο τονε ψηφίσαν.

 

Πήγαινε, μάνα, άρπαξε, τον κυρ εισαγγελέα

και στείλ’ τον για εκπαίδευση, στη…Βόρεια Κορέα.

 

Πάρε πιρούνι, μάνα μου, τράβα στη Δημαρχίνα,

τα δυό της μάτια βγάλ’ της τα κι ας είν’ κι η Γερακίνα.

 

Ο Δήμαρχος, καθήκοντα κι ευθύνες να θυμάται

κι όχι να είναι τραλαλά κι όρθιος να κοιμάται.

 

Δεν έκανε τον έλεγχο, που έπρεπε να κάνει

κι γιος σου δεκαεννιάχρονος, άδικα έχει πεθάνει.

 

Αυτή μόνο το λούνα παρκ, μπορούσε να κλειδώσει,

τα νιάτα μου απ’ τον χάροντα, μπορούσε να γλιτώσει.

 

Του αστυνόμου, μάνα μου, ξήλωσ’ του τα γαλόνια,

στον Βόρειο Πόλο στείλ’ τονε, στους πάγους και στα χιόνια.

 

Ένας αν έκανε σωστά, απ’ όλους τη δουλειά του

και με υπευθυνότητα, κοιτούσε τα χαρτιά του.

 

Σαν βρύση δε θα τρέχανε, μάνα, τα δάκρυά σου,

στον τάφο δεν θα ήμουνα, αλλά στην αγκαλιά σου.

 

Γράψε, στο μνήμα βρίσκομαι, σε άνθος ηλικίας,

ένεκα κέρδους άτιμων και πάσης απληστίας.