γράφει ο

Βασίλης Βελιάνος

 

Ξεφυλλίζοντας τις σημειώσεις μου, σκάλωσα στον ύμνο της Μακεδονίας. Που γράφτηκε όταν οι… άκληροι  της ιστορίας,   κούρσευαν το όνομά της. Ας τον επικαιροποιήσουμε λοιπόν…

 

 Ήταν ένα νωχελικό, φθινοπωρινό απομεσήμερο. Το διψασμένο χώμα της Μακεδονικής γης, τσουρουφλιζόταν, κάτω από τον καυτό, σχεδόν καλοκαιριάτικο ήλιο. Το μικρό χωριό, της βόρειο-δυτικής εσχατιάς της ελληνικής επικράτειας, βρισκόταν σε οργασμό, για να υποδεχτεί τον χειμώνα.

 

Τα τελευταία εφόδια και οι όψιμες σοδειές, αποθηκεύονταν βιαστικά, από το φόβο  κάποιας ξαφνικής, μα  και αναμενόμενης καταιγίδας. Με τα  απολειφάδια των νευρωτικών  αποδημητικά, να παρακολουθούσαν,  κάπως σαν ένα βιολογικό ρολόι και  από ψηλά,  την σπουδή της τελευταίας στιγμής.

 

Το μυρωδάτο αγιόκλημα, που αγκάλιαζε στοργικά τη βεράντα, φιλοδωρούσε συχνά-πυκνά το πλακόστρωτο με κάποιο δείγμα της παρακμής του: ένα ξερό φύλλο. H χελιδονοφωλιά, σκαρωμένη αριστοτεχνικά στο γείσο της σκεπής και που για χρόνια, αποτελούσε την ελπιδοφόρα νότα της ζωής, με τους περιστασιακούς της νοικοκυραίους, σταματούσε βουβή.

 

Τα γυμνά από φύλλα κλωνάρια των πλατύφυλλων, ήταν πανέτοιμα για την  χειμερινή τους νάρκη. Κάτω στην πεδιάδα, ο Αλιάκμονας κυλούσε την περίληψη των νερών του, ζωσμένος μέσα σε ένα επίμονο πέπλο ομίχλης. Αξιοθρήνητα λιπόσαρκος και με αδειανό, το μεγαλύτερο μέρος της κοίτης του. Μετά κι από μια μεγάλη περίοδο αναβροχιάς.

 

 Και το συγκρατημένο μουρμουρητό των πλατύφυλλων, στην παραμικρή πρόκληση του αγέρα, δεν ήταν παρά, μια μοιρολατρική συγκατάβαση και ένα καλόπιασμα του χειμώνα...

 

Άλλο ένα καλοκαίρι ψυχορραγούσε. Περίεργα μάλιστα, ήταν ένα από τα μακροβιότερα, που απολάμβανε η Μακεδονική γη... Ώρα με την ώρα, θα ξεσπούσε κάποια καταιγίδα. Σέρνοντας πίσω της το χειμώνα, παγώνοντας την  φύση και μετατρέποντάς την, σε ένα απέραντο κάτασπρο μαυσωλείο. Μιας ζωής σε καταστολή. Έτσι ήθελε η φυσική νομοτέλεια, τις εποχιακές διαδοχές...

 

Το ξεχαρβαλωμένο κάρο, διέσχιζε αργά το δρόμο, που σκιαζόταν από τα φυτεμένα στις δυο άκρες του πεύκα. O ήλιος, αποχαιρετούσε αργά την Μακεδονία, γαντζωμένος  πάνω στον επιβλητικό όγκο της  Πίνδου. Χρωματίζοντας τον ορίζοντα, με  την πανδαισία των χρωμάτων της δύσης.

 

Οι μαλακές κιτρινισμένες πευκοβελόνες, που ήταν στοιβαγμένες στις άκρες του χωματόδρομου, υποχωρούσαν σαν  μαλακό χαλί, κάτω από τις ρόδες.  Γλυκαίνοντας τα σκαμπανεβάσματα, πάνω στον γεμάτο λακκούβες χωματόδρομο.

 

 

 

Οι αράχνες, με τα περίτεχνα πλέγματα των ιστών τους, πάνω στα αιωνόβια έλατα, λαμπύριζαν περήφανα στο λυκόφως του ήλιου.  Με τις δροσοσταλίδες της απογευματινής βροχούλας πάνω τους, σε μύριες ερωτικές περιπτύξεις. H υγρή γη, βαριανάσαινε αχνίζοντας τη δροσιά, της απογευματινής ψιχάλας.

 

Τα βουβά χαλάσματα του κάστρου, - ξεθωριασμένα δακτυλικά αποτυπώματα, της πανάρχαιας ιστορίας που κουβαλούσε- προκαλούσαν μέσα από την μυστηριακή σιωπή τους, όσους δεν ήθελαν, ή και δείλιαζαν, να σκύψουν με  ερευνητική διάθεση πάνω τους.

 

Και το αρχαίο θέατρο, χαμένο στην  ουλή  του βουνού, πνιγμένο στην άγρια βλάστηση, έστεκε εκεί για να θυμίζει βασανιστικά στους κουρσάρους της ιστορίας, τις βαθιές και συνταιριαγμένες με την αιωνιότητα, ρίζες αυτής της γωνιάς.

 

O Όλυμπος -που διάλεξαν για κατοικία τους, οι θεοί του αρχαίου κόσμου- τυλιγμένος μέσα στα  μυστήρια  του συννεφιασμένου ουρανού και της μυθολογίας, έστεκε αγέρωχος και επιβλητικός, δεσπόζοντας  ίσαμε εκεί, που έφτανε το μάτι του περιηγητή.

 

Οι τύμβοι της Βεργίνας και του Δίου χαμηλότερα, προκαλούσαν ακόμα χειρότερα στην εγκατάλειψή τους, τους εχθρούς της αλήθειας και τους απάτριδες της οικουμένης. Και διάσπαρτα  χαλάσματα παντού: Μοναδικά, αυθεντικά, αδιάψευστα, εκτυφλωτικές  αστραπές, στα αλλήθωρα  βέβηλα μάτια.

 

Οι αρμοί της ιστορικής ζεύξης του σήμερα με το χθες, δείχνουν   ακόμα ανθεκτικοί για να περάσουν από πάνω τους, οι διογκωμένοι μύθοι και οι μιαρές πλαστογραφίες. Του ανύπαρκτου και της καπηλείας...

 

Τα πέτρινα μοναστήρια, με τις παμπάλαιες ξεθωριασμένες εικόνες τους και τα λιτά εικονοστάσια, ακροβολισμένα στα ψηλότερα σημεία των βουνών, έστεκαν ακοίμητοι φρουροί, για αιώνες τώρα πάνω απ' τα χωριά του κάμπου. Σαν σκεπή και σαν ασπίδα ταυτόχρονα. Με το φεγγοβόλημα των καντηλεριών τους, να παλεύει με τα σκοτάδια. Σκορπίζοντας με το χλωμό τους φως, τις άνομες συνωμοσίες.

 

Τα ροζιασμένα χέρια των ακριτών  της γης, πανέτοιμα να κρατήσουν με την ίδια ευκολία: είτε την αξίνα, είτε το ποτήρι, είτε και το ντουφέκι, σηκώνονταν πρόσχαρα, στον στερνό χαιρετισμό της μέρας.  Μα ταυτόχρονα και στον όρκο της υπεράσπισης, της ιστορικής τους μνήμης και της ελληνικής τους κληρονομιάς.

 

Όταν το σκοτάδι της νύχτας απλώνεται και οι μορφές αγριεύουν,  στα τραγούδια της νύχτας, τα ανταμωμένα με το μοιρολόι των τριζονιών, η πίκρα  η απογοήτευση και  ο θυμός ξεχειλίζουν.  Για τους άρχοντες αυτού του κόσμου, που  λησμόνησαν τις ρίζες τους και άμβλυναν τις συνειδήσεις τους...

 

Το χάραμα, που η ζωή απλώνεται και ο κάμπος ζωντανεύει, οι αγριωποί Ακρίτες της νύχτας, ξανά χορεύουν το σκοπό της ειρήνης και της ζωής.  Ξεκινώντας  τον αγώνα, της επιβίωσης και της δημιουργίας. Μα τα σκυλιά αλυχτούν. Οι ύπουλοι παραφυλάνε και οι απάτριδες  πλαστογραφούν.

 

Με τα βυθισμένα ακρωτήρια, απαράλαχτα  σανδάλια  που τα στεφανώνει η θάλασσα. Το τέλος του κόσμου που χωρίζει τα έθνη,   από τα αρχαία χρόνια, ένωνε ειρηνικά τους περήφανους θαλασσοπόρους  αυτής της γης, με τους λαούς της οικουμένης...

 

Θάλασσα και Ελληνισμός: δυο αχώριστοι  συνοδοιπόροι, του πολιτισμού και της ειρήνης.

 

Θάλασσα και απόγιομα, στην παραλία της πρωτεύουσας της  Μακεδονίας: Την Θεσσαλονίκη!

 

Στην  ώρα της περισυλλογής και της ήρεμης διαμαρτυρίας. Στην  ώρα της έμπνευσης και του  ποιητή:

 

" Όταν το τελευταίο φύλλο της λεύκας, πέφτει χλωμό, τρικλίζοντας στη φυλλόστρωτη πρασιά,

 

όταν το τραίνο των δώδεκα και δέκα, βάλει μπροστά τις μηχανές του, ποτίζοντας με δάκρυα, τα άγρυπνα μάτια στο σταθμό,

 

όταν και ο τελευταίος διαβάτης της νύχτας, χαθεί στο σκοτάδι -υποτελής στη φύση του- για να παραδοθεί στην ανυπαρξία και το μισό θάνατο,

 

όταν το νυχτοπούλι, κράξει για στερνή φορά, πριν αποσυρθεί στ' ανήλια λημέρια του, γεμίζοντας με φόβο τους προληπτικούς,

 

όταν το λάδι κοντεύει να τελειώσει και τα καντήλια, απειλούν με σβήσιμο, τη μνήμη των πεθαμένων,

 

όταν η θάλασσα ξεβράσει τα  συντρίμμια του από καιρό χαμένου πλοίου, σκορπίζοντας και τις στερνές μάταιες ελπίδες,

 

όταν η καμπάνα χτυπήσει απαλά, με πρωτοβουλία του μανιασμένου αέρα και οι κεραυνοί φωτίζουν παράξενα, στο φευγαλέο προσπέρασμά τους τα μνήματα,

 

όταν η οχιά, μπήξει αναίτια τα φαρμακερά της δόντια, στα γυμνά, ανυπεράσπιστα πόδια,

 

όταν η ριπή του πολυβόλου, κομματιάσει τη γαλήνη της νύχτας και την άμοιρη κοπέλα ,

 

όταν η Θεία Δίκη, μεροληπτεί χειρότερα από την ανθρώπινη σκοπιμότητα, στην κατάφωρη αδικία,

 

ΤΟΤΕ,   φύγε!  Θα έχω τόσα άλλα  να σκεφτώ,  που μπορεί  και να πελαγώσει  η μνήμη μου. Μόνο που  η καρδιά δεν ξεχνάει...