γράφει ο Τάσος Αποστολίδης

 

Διάβασα με προσοχή την πρώτη αντίδραση του συντάκτη του κειμένου περί κατεβάσματος της εικόνας της Παναγίας από τους πρόσφυγες, και μπορώ να πω δεν εξεπλάγην.

 

Ο Σταύρος Δεληγιάννης δεν αναφέρθηκε προσωπικά σε κανέναν δημοσιογράφο αλλά θεωρώ ότι με περιλαμβάνει στην κριτική του. Του απαντώ προσωπικά και ονομαστικά, χωρίς να έχω (ή να είχα ποτέ) τίποτα προσωπικό μαζί του.

 

Μέσα σε όλα τα δακρύβρεχτα και εθνικοπατριωτικά που λέει, διαπίστωσα ότι εξακολουθεί να χειρίζεται καλά τον λόγο. Και μέσα στα πολλά βαρύγδουπα που με γλαφυρότητα περιγράφει, λέει και σημαντικές αλήθειες: όπως πχ ότι «οι πολιτικοί δεν τα βάζουν με το ράσο» (κατάλαβα σε ποιους αναφέρεται) ή ότι υπάρχουν «δημοσιογράφοι που δέχονται ως θέσφατα τις ανακοινώσεις».

 

Αλλά μέσα στις αλήθειες μπορεί να βάλεις και χίλια μύρια όσα, για να πάρουν κι αυτά μια μυρωδιά αλήθειας…  

 

Ο Σταύρος Δεληγιάννης υπερασπίστηκε το κείμενό του και μιλά για «ρεπορτάζ σε βάθος» αλλά και για «απόψεις απλών δημοτών». Μάλιστα λέει ότι το ρεπορτάζ του «έφερε στο φως αλήθειες που κάποιοι δεν μπορούν να αντέξουν».

 

Μακάρι να ήταν μια αλήθεια που δεν αντέχεται.

 

Πριν αμφισβητήσω το «ρεπορτάζ» προσπάθησα να βρω έστω έναν που να είδε να άκουσε από κάποιον άλλο που είδε, κάποιον, έστω έναν, έστω αναξιόπιστο. Δεν βρήκα κανέναν. Ίσως να μην έκανα και τόσο καλό ρεπορτάζ. Ίσως ο Σταύρος να είχε πηγή καλύτερη. Ίσως απλά να αναπαρήγαγε μια «άποψη απλού πολίτη» όπως ο ίδιος αναφέρει.

 

Είναι θέμα οπτικής. Και προσέγγισης. Όταν αναπαράγεις σε αποκλειστικότητα τα χρυσαυγίτικα δελτία Τύπου ή έχεις αποφασίσει ότι θα απευθυνθείς σε ένα περιορισμένο συντηρητικό κοινό που ίσως να μην βρίσκει αλλού τέτοια ρητορική, μάλλον αποδέχεσαι κι έναν συγκεκριμένο ρόλο.

 

Θα συμφωνήσω μαζί του ότι πρέπει να ενοχλεί το γεγονός ότι η Δημοσιογραφία είναι αποκλεισμένη από τα κέντρα φιλοξενίας όπως θα συμφωνήσω και με χίλιους δυο άλλους ότι αυτό που γινόταν στα κέντρα φιλοξενίας δεν ήταν ούτε δημοσιογραφία, ούτε πολιτική.

 

Θα συμφωνήσω επίσης ότι η φωτογραφία ενός πολίτη ή ενός πολιτικού δεν πρέπει να υποκαθιστά το δημοσιογραφικό έργο. Το αυτό ισχύει βέβαια και για το δημοσιογραφικό έργο στα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις. Δεν μπορεί να υποκαθιστάς τη δουλειά του δημοσιογράφου με τον πάσα ένα κι αυτό να το αποκαλείς δημοσιογραφία.

Όσο μας ενοχλεί το ένα, μας ενοχλεί και το άλλο.

 

Εκεί που διαφωνώ είναι ότι όταν έχεις μια φωτογραφία –έστω τραβηγμένη από πολίτη- που είναι αποδεικτικό στοιχείο για ένα ρεπορτάζ, πρέπει να την αφήσεις στην άκρη. Όχι. Την χρησιμοποιείς και χωρίς μάλιστα να θεωρείς ή να κατηγορείσαι ότι παραβαίνεις κάποιον δεοντολογικό κανόνα του επαγγέλματος.

 

Θα ευχόμουν να είχε και η «Νεάπολις» μια φωτογραφία που να αποδεικνύει τα όσα ισχυρίζεται ο Σταύρος Δεληγιάννης στο «ρεπορτάζ» του και τα οποία, όπως ο ίδιος λέει, βασίστηκαν σε «απόψεις απλών δημοτών». Δυστυχώς για εκείνον δεν έχει.

 

Έγραψε πολύ βαριά πράγματα. Ισχυρίστηκε ότι κατέβασαν την εικόνα της Παναγίας, ότι απαίτησαν να μην χτυπάνε οι καμπάνες και ότι ποδοπάτησαν τις λειτουργιές. Είπε τρία ΣΟΒΑΡΟΤΑΤΑ πράγματα και δεν υπήρχε ΟΥΤΕ ΜΙΑ επώνυμη μαρτυρία αυτόπτη, ή αποδεικτικό υλικό.

 

Αν είχα κι εγώ τέτοιες μαρτυρίες κι αν έπρεπε να προστατέψω την ανωνυμία της πηγής, θα προβληματιζόμουν πολύ για το πώς να βγάλω ένα τόσο σοβαρό θέμα. Μάλλον θα δυσκολευόμουν να το πιστέψω. Κι εκεί μάλλον έγκειται η διαφορά. Εκείνος το πίστεψε και το αναπαρήγαγε.

 

Είναι «η χειρότερή μου» να σχολιάζω ρεπορτάζ άλλων. Δεν μου πάει. Δεν το θέλω. Καλύτερα να τα σχολιάζει ο κόσμος. Αλλά όχι και να κατηγορούμαι εγώ ή κάποιος άλλος συνάδελφος ότι «αναπαράγει ανακοινώσεις» για να διαψεύσει ρεπορτάζ.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, το συγκεκριμένο «ρεπορτάζ» αυτοδιαψεύδεται κι αυτό γίνεται αντιληπτό εύκολα από τον -θέλω να πιστεύω- μέσο νου.

 

Ναι, είναι αλήθεια ότι «με κυριεύει ο φόβος» αλλά όχι όπως το περιγράφει. Φοβάμαι ότι υπάρχουν άνθρωποι που «δεν τους κόβει», που είναι πιο αγαθοί, που πιστεύουν ακόμη ότι αυτό που γράφεται στο χαρτί (ακόμη και στο ηλεκτρονικό χαρτί) έχει καρατσεκαριστεί.

 

Εξ ου  και το σχόλιό μου στο «ρεπορτάζ» του, το οποίο μέσα σε ένα μόλις 24ωρο μπήκε στα ελληνικά Hoaxes.

 

Δεν με ενοχλούν οι απόψεις Δεληγιάννη, τα σχόλιά του στο ραδιόφωνο ή τα κείμενα του. Ο καθένας έχει δικαίωμα να ακούγεται και να φαίνεται όσο ακροδεξιός ή φασίστας θέλει. Δικό του πρόβλημα. Η Δημοκρατία να είναι καλά που του δίνει το δικαίωμα να λέει την άποψή του, όσο ακραία κι αν είναι.

 

Εμένα με ενόχλησε το «ρεπορτάζ» του, όχι η άποψή του. Έχω να θυμάμαι πολλά ρεπορτάζ του, τα οποία είχαν και τεκμηρίωση και άποψη. Στο τελευταίο, απουσίαζε η τεκμηρίωση. Κι ήταν αναμενόμενο να αδειαστεί από διάφορες πλευρές και κυρίως από τους αναγνώστες που δεν το «έχαψαν».

 

Δηλώνω κι εγώ «κυνηγός της αλήθειας» και θα υπερασπίζομαι πάντα το δικαίωμα του κάθε Αποστολίδη ή του κάθε Δεληγιάννη να λένε την άποψή τους. Την αλήθεια όπως ο καθένας την αντιλαμβάνεται.

 

Δεν μπορώ να δηλώσω «λειτουργός». Λειτούργημα κάνουν οι εθελοντές, οι άνθρωποι που αφιερώνουν προσωπικό χρόνο για το κοινό καλό, για να συνδράμουν αφιλοκερδώς τους αδύναμους. Αυτό που κάνω λέγεται επάγγελμα. Κι αυτό το επάγγελμα λέει ότι όταν πρόκειται να μεταδώσεις μια είδηση που να προκαλεί τέτοιες αντιδράσεις, πρέπει να είσαι έτοιμος να αποδείξεις τους ισχυρισμούς σου.    

 

Μακριά κι από μένα Σταύρε «η υποκρισία και ο δημοσιογραφικός καθωσπρεπισμός», μακριά και «τα σαλιαρίσματα με πολιτικά πρόσωπα» και οι «προσπάθειες να γίνω αρεστός». Ξέρεις άλλωστε ότι δεν με συμπαθούν ιδιαίτερα. Και αυτοί στους οποίους εσύ απευθύνεσαι… αλλά και οι άλλοι.