γράφει ο
Βασίλης Μυλωνάς
Αμάν, Κυριάκο, πες την μας, την ημερομηνία,
να, όπου να ’ναι…ξεψυχά και η Τετραετία!
Το είπες και το έκανες, ότι θα τηνε βγάλεις
και από μένα χαίρεσαι, εκτίμησης μεγάλης!
Μα, δώσε του συγχώρεση, του άτσαλού μου θάρρους,
πρωθυπουργέ, μας γκάστρωσες και σκας…δέκα γαϊδάρους!
Εδώ και μήνες, μάντηδες και μάγοι προφητεύουν
και στα ημερολόγια, τη μέρα αυτή γυρεύουν!
Θα είναι η δέκα του μηνός, η είκοσι, η τριάντα,
μήπως δε θα ’ναι Κυριακή, όπως γινόταν πάντα;
Κα δώστου και ιδρώνουνε, ρωτάν τις καφετζούδες
και κάνουν διαγωνισμό, στα λόγια, οι αλεπούδες!
Και τους ακούω και εγώ, μα, τι να κάνω άλλο;
Κι όλο ματαίως προσπαθώ, συμπέρασμα να βγάλω!
Κι εκεί, Κυριάκο μου, να δεις, τι σιγουριά, τι ύφος
και λέν’ στον συνομιλητή, ελύθηκε ο γρίφος!
Κι όταν περάσει η μέρα τους, αυτή που ’χαν…ορίσει,
με χίλια δυό ναι μεν αλλά, παίρνουν πίσω τη ρήση!
Αλλά είναι το χειρότερο, πως δεν το βάζουν κάτω,
με προφητείες και χρησμούς, το πρόγραμμα γεμάτο!
Μα ας τους αφήσουμε αυτούς, ας πάν’ να τσαμπουνάνε,
εσύ, Κυριάκο, θα την πεις, τη μέρα, όπου να ’ναι!
Λίγο πριν πας για το Νταβός, που πήγαν κι άλλοι «φίλοι»,
είπες για Μάη πιθανόν, ίσως και τον Απρίλη!
Αυτούς τους μήνες ο λαός, ξέρεις, τους αγαπάει,
λένε…να ζει κανείς σ’ αυτούς, τριφύλλι για να φάει!
Άκουσα ένα πιστευτό, τη μέρα των Βαΐων,
μέρα αγωνίας αρχηγών και των υποψηφίων!
Καλή ημέρα είν’ αυτή, θα φάω μπακαλιάρο
και μετά…οίνου κατάλησιν, το δρόμο μου θα πάρω!
Κι εκεί, της αρεσκείας μου, το κόμμα θα ψηφίσω
και το ξηρό κρασάκι μου, μάλλον, θα συνεχίσω!
Να πέσω ν’ αποκοιμηθώ, με γέλια, με ηρεμία,
γιατί πάλι άκουσα προχθές, έναν…Ιερεμία!
Θα γίνει, λέει, το αλαλούμ, θα ’στε όλοι χαμένοι,
δε θα ’στε χαμογελαστοί, αλλά κατσουφιασμένοι!
Έτσι δε θέλω να σας δω, ας με πιστέψετε όλοι,
εσείς, τέτοια καλά παιδιά, άνθη στο περιβόλι!
Σας καμαρώνω στη Βουλή, τι γλύκες, τι αγάπες,
χώρια ποτέ δεν κάνετε ή έχω αυταπάτες;
Μα, αν ξαναγίνει ο αχταρμάς, ποιοι θα ’ναι…εισηγμένοι
και ποιοι πρώην θα γίνουνε…λεβέντες και καμένοι;
Όλα αυτά στην ώρα τους, Κυριάκο, θα τα δούμε,
τώρα για άλλα σου σχέδια, δύο λόγια να πούμε!
Είπες, μέσα στις εκλογές, στον Όλυμπο θ’ ανέβεις
κι εγώ είμαι περίεργος, κει πάνω τι γυρεύεις;
Άμα πηγαίνεις για θεός, οι θρόνοι είναι πιασμένοι
ή να ρωτήσεις να σου πούν’ το τι σε περιμένει;
Αν ναι, κάλλιο να πήγαινες, σε…χαμηλό σημείο,
στους πρόποδες του Παρνασσού, στο έγκριτο Μαντείο!
Εκεί, η Ιέρεια των Δελφών, θα σού ’λεγε την τύχη,
για κάλπες και για ποσοστά και…από ξύλο τείχη!
Εκτός, αν θες στον Όλυμπο, θεές να προσκυνήσεις,
την Αθηνά, την Άρτεμις, κρυφά να τις μιλήσεις!
Δε θα ’θελα να σού ’κανα, ποτέ μου τον μεσίτη,
αλλά εγώ θα επένδυα, μόνο στην Αφροδίτη!
Άντε και στον Διόνυσο, τον γελαστό τον Βάκχο,
για άφθονο καλό κρασί και μόνο γλέντια να ’χω!
Ίσως και να πετύχαινα, τον μουσικό Ορφέα,
μην έβλεπα ξανά Βουλή, να μου ’κανε παρέα!
Μα, πίσω εδώ στις εκλογές, πες ημερομηνία,
βούλωσε μάγων στόματα και κάθε καζαμία!
Υ.Γ.
Και όταν έγραφα, παιδιά, αυτούς τους στίχους,
ο τούρκος, ο τρελός, είχε συνάξει ταγκαλάκια και αγροίκους.
Με ψέματα και δηλητήριο, φανατισμό τούς είχε λούσει
και ούρλιαξε προς την Ελλάδα, για ΓΟΥΡΟΥΣΙ.
Γιατί ο Τσαβούσογλου, γύρισε μ’ άδεια χέρια απ’ τα Φ δεκάξι
κι ο βάρβαρος μυαλό δε λέει για ν’ αλλάξει.
Αφού απέτυχε με την Αμερική και τούτο το παζάρι,
…όποιος δεν μπορεί να δείρει τον γάιδαρο, δέρνει το σαμάρι.
Εμείς το νου μας και το όπλο παρά πόδας
κι ας τους βρίσουμε λιγάκι, τώρα που ’γινε της μόδας!