γράφει ο

Τάσος Αποστολίδης

 

Το χειρόγραφο Ευαγγελίου ηλικίας άνω των 1.000 ετών, το οποίο χρησιμοποιήθηκε από μοναχούς σε Λειτουργίες για εκατοντάδες χρόνια παρουσιάζεται την Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου στις 5:00 το απόγευμα στη Μονή Εικοσιφοινίσσης στο Παγγαίο.

 

Το χειρόγραφο Ευαγγέλιο που αποτελεί ιστορικό κειμήλιο επιστρέφεται στη Μονή όπου ανήκει και υπολογίζεται ότι δημιουργήθηκε στα τέλη του 10ου ή στις αρχές του 11ου αιώνα.

 

Είναι ένα από τα αμέτρητα κειμήλια που κλάπηκαν στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου από Βούλγαρους στρατιώτες κι ένα από αυτά που με σκοτεινούς τρόπους πουλήθηκαν μέσω δημοπρασιών σε συλλέκτες του εξωτερικού.

 

Το 2011, οι ιδρυτές του «Μουσείου της Βίβλου», που λειτουργεί από το 2017 στην Ουάσιγκτον, απέκτησαν το Ευαγγέλιο αυτό σε δημοπρασία του Οίκου Christie's.

 

Το Μουσείο καταβάλλει προσπάθειες να αποκαταστήσει την κακή του φήμη, επιστρέφοντας στους αρχικούς ιδιοκτήτες αντικείμενα για τα οποία έχει ιχνηλατήσει την ιστορική τους προέλευση.  

 

Οι New York Times έγραψαν ότι το κειμήλιο παραδόθηκε σε αξιωματούχο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στη διάρκεια ιδιωτικής τελετής στη Νέα Υόρκη και ότι μέσα στον επόμενο μήνα το χειρόγραφο θα επαναπατριστεί στη Μονή Εικοσιφοινίσσης.

 

Σύμβολο για την Ανατολική Μακεδονία

 

Χτισμένη σε υψόμετρο 750 μέτρων στη βόρεια πλευρά του Παγγαίου, η Μονή Παναγίας Εικοσιφοινίσσης είναι το σημαντικότερο και πιο ιστορικό μοναστήρι της Ανατολικής Μακεδονίας. Θεωρείται η παλαιότερη εν ενεργεία μονή στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Διοικητικά ανήκει στο Δήμο Αμφίπολης του Νομού Σερρών, εκκλησιαστικά υπάγεται στη Μητρόπολη Δράμας ενώ… η Καβάλα θεωρεί την Εικοσιφοίνισσα «δικό της» μοναστήρι. Στα σύνορα των τριών νομών, το μοναστήρι αυτό αποτελεί σημείο αναφοράς.

 

Η ίδρυση της μονής χάνεται στα βάθη του χρόνου. Υπολογίζεται ότι ιδρύθηκε το 450 μ.Χ., στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε και επανιδρύθηκε από τον Άγιο Γερμανό, τον 8ο αιώνα ενώ τον 11ο αιώνα χτίστηκε ξανά το Καθολικό και η Μονή έγινε Σταυροπηγιακή, εξαρτήθηκε δηλαδή απευθείας από τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Η περίοδος της ακμής της άρχισε το 1472 όταν ο τότε Οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Α΄ παραιτήθηκε και αποφάσισε να μονάσει εκεί. Το 1798, μετά την πρώτη του Πατριαρχία, έμεινε ως εξόριστος στη Μονή ο μετέπειτα εθνομάρτυρας και άγιος Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄.

 

Το όνομα τής προέρχεται από την αχειροποίητο, σύμφωνα με την παράδοση, εικόνα της Παναγίας που εκπέμπει «φοινικούν» κοκκινωπό φως (εικών φοίνισσα – Εικοσιφοίνισσα).

Από το 1965, είναι γυναικεία μονή.

 

Αναγεννήθηκε από τις στάχτες της ξανά και ξανά

 

Στο πέρασμα των αιώνων, καταστράφηκε πολλές φορές από Τούρκους και Βούλγαρους επιδρομείς, υπέστη καταστροφές από σεισμό (1829) και από φωτιά (1854). Η αδελφότητά της αποδεκατίστηκε από πανώλη (1864) και χτυπήθηκε σε μεγάλο βαθμό από κορωνοϊό (2021-2022).

Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επανάσταση του 1821 και έως το 1843 εκεί λειτουργούσε η σχολή «Των Κοινών Γραμμάτων» ή «Ελληνική Σχολή».

 

Επί ημερών του Αγίου Χρυσοστόμου μητροπολίτη Δράμας, μετέπειτα Σμύρνης, λειτουργούσε στη Μονή και Γεωργική Σχολή.

 

Στη δεύτερη βουλγαρική κατοχή, τη Μεγάλη Δευτέρα 27 Μαρτίου 1917, Βούλγαροι στρατιώτες λεηλάτησαν τη Μονή και άρπαξαν τα περισσότερα κειμήλια, που μετέφεραν στη Βουλγαρία. Η συλλογή της περιελάμβανε πάνω από 1.300 τόμους βιβλίων, εκ των οποίων οι 430 χειρόγραφοι κώδικες μεγάλης αξίας.

 

Τα περισσότερα κειμήλια δεν έχουν επαναπατριστεί

 

Μέχρι και σήμερα πολλά βρίσκονται στη Σόφια στο Κέντρο Σλαβοβυζαντινών Σπουδών Ivan Dujev και στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Αρκετά είχαν πουληθεί σε βιβλιοθήκες εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και ιδιωτικές συλλογές της Ευρώπης και των ΗΠΑ.

«Ανοιχτές υποθέσεις» έχει η Εκκλησία της Ελλάδας με τα Πανεπιστήμια του Princeton και του Duke, τη Βιβλιοθήκη Morgan και τη Λουθηρανική Θεολογική Σχολή στο Σικάγο. Σε ορισμένες περιπτώσεις υποβλήθηκαν μηνύσεις ενώ στην περίπτωση του Σικάγο κατέστη εφικτή η επιστροφή

ορισμένων χειρογράφων.

 

Το θέμα κράτησε «ζεστό» από το 2005 έως και το θάνατό του φέτος, ο μακαριστός μητροπολίτης Δράμας Παύλος ο οποίος δε δίστασε να υψώσει τους τόνους και να ασκήσει πιέσεις με κάθε τρόπο για την επιστροφή των κειμηλίων.

Έχουν περάσει περισσότερα από 100 χρόνια από τη σύληση και αρπαγή των κειμηλίων και από τα πρώτα αιτήματα και προσπάθειες της Ελλάδας για επιστροφή τους, μεταξύ άλλων και με αίτημα για εφαρμογή της Συνθήκης του Νεϊγύ (1919), που προέβλεπε να επιστραφούν όλα τα πολιτιστικά αγαθά που είχαν αρπαχθεί κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών. Ελάχιστα από τα αντικείμενα έχουν επιστραφεί έως σήμερα.