γράφει ο

Βασίλης Μυλωνάς

 

Ωραίος που ’ναι ο Κόσμος μας, δείτε την ομορφιά του,

ωραίος και ο άνθρωπος, που νιώθει τη χαρά του!

 

Πλήρης ο ουρανός κι η γη, της δόξης Του Κυρίου,

με ορατά κι αόρατα, υπό το φως του ηλίου!

 

Θαυμάσια τα φαινόμενα, φωστήρες και αστέρες

και μ’ αρμονία ταιριαστές, οι νύχτες και οι μέρες!

 

Και με Σοφία «περπατεί», στον ουρανό η Σελήνη,

Χάση και Φέξη ακολουθεί, ρυθμό στη φύση δίνει!

 

Ο Ήλιος πηγή ζωής, φυτών κι όλων των όντων,

που πάει αλυσιδωτά, ανθρώπων και λεόντων!

 

Τα σύννεφα με τις βροχές, τα χώματα ποτίζουν

και με την ευλογία αυτή, κάμποι-βουνά ανθίζουν!

 

Ωραίος που ’ναι ο Κόσμος μας, με τα θαυμάσιά του

και τυχεροί όσοι βλέπουμε, τα άπειρα καλά του!

 

Ποιος άνθρωπος δε θαύμασε, τις εποχές του χρόνου

και τους αμέτρητους καρπούς, κάθε φυτού και κλώνου!

 

Κοιτάξτε όμορφα πουλιά, χρωματοστολισμένα,

που μ’ ένστικτα και πρόνοια κι αυτά είναι προικισμένα!

 

Τα έντομα, τα ερπετά, τα άγρια θηρία,

είναι πλασμένα και αυτά, με άπειρη Σοφία!

 

Τα δάση όπου σιωπηλά, τη Φύση πρασινίζουν,

κοντά στα χίλια τους καλά, οξυγόνο μάς χαρίζουν!

 

Κοιτάξτε τα όρη τα βουνά, τα χιλιοχιονισμένα

 κι αυτά μάς δίνουνε νερό κι είναι ευλογημένα!

 

Οι θάλασσες κι οι ωκεανοί, αξίζουνε το δέος

κι αυτά είναι πηγή ζωής, δεν έγιναν ματαίως!

 

Εκτός από την ομορφιά, έχουν τα θαυμαστά τους,

ψάρια μεγάλα και μικρά, μ’ όλα τα χρώματά τους!

 

Κοιτάξτε και τα λούλουδα, ο κάμπος τι ωραίος

κι απορώ πώς τα «βάφτισε», όλα αυτά ο Λινναίος!

 

Τα θαυμαστά ποτάμια μας, που τρέχουν δίχως παύση

κι αυτά ποτίζουνε τη γη και ομορφαίνει η πλάση!

 

Και όπου χώμα εύφορο, εκεί είναι ευλογία,

εκεί παράγει ο γεωργός, καρπούς με αφθονία!

 

Καρπούς που βγάζει με δουλειά, το ευλογημένο χώμα

και θα ’φτανε σ’ αυτή τη γη, να φάει το κάθε στόμα!

 

Αυτή είναι η μια πλευρά, του κόσμου ευλογημένη

και η άλλη είναι υπαρκτή κι είναι καταραμένη!

 

Σεισμοί, πλημμύρες και λοιμοί, λιμοί και πανδημίες,

τσουνάμια που μας πνίγουνε και άλλες ατυχίες!

 

Και καύσωνες και πυρκαγιές, που αφήνουν πίσω στάχτη,

ακόμη οχιές και κώνειο, που δώσαν του Σωκράτη!  

 

Μα, φίλοι, απ’ όλους πιο κακός, είν’ ο άνθρωπος ο ίδιος,

απ’ όσα πλάσματα στη γη, φωτίζει αυτός ο ήλιος!

 

Από τη μια φιλοσοφεί, για το καλό πασχίζει,

δουλεύει σα τον μέρμηγκα, χωριά και πόλεις χτίζει!

 

Σκύβει, τη φύση μελετά, γίνεται επιστήμων

και ξεχωρίζει στον Θεό, γίνεται ον νοήμον!

 

Από την άλλη αγνοεί, Θεό, Νόμους και Φύση

και με πολέμους τα γκρεμνά, όσα με κόπους χτίσει!

 

Αυτή την τόση ομορφιά, την τόση ευλογία,

την κάνει με τα όπλα του, πόνο και δυστυχία!

 

Κι αναρωτιέμαι, ο ταπεινός και σας το λέω με θλίψη,

θα ’ναι ο κόσμος πιο όμορφος, ο άνθρωπος αν λείψει;

 

Να ’ναι η γη παράδεισος, με τέλεια αρμονία,

αλλά ποιος θα τον χαίρεται; Ιδού η απορία!

 

Ο Κόσμος μας…ανάκατος, ήταν κι έτσι θα μείνει

κι είναι όνειρο άπιαστο, το «Επί γης Ειρήνη»!