γράφει ο
Βασίλης Μυλωνάς
Έφυγε ο Κουτσοφλέβαρος και ο κακός ο μήνας,
που άρχισε με τους σεισμούς, Κυκλάδων…Σαντορίνας.
Και με τα μπογαλάκια του, ο κόσμος φύγει-φύγει
και απομείναν στα νησιά, για φύλακες ολίγοι.
Τώρα, όμως, σταμάτησε και όλα «μαλακώνουν»
και τα τραπεζομάντιλα, οι καφετζήδες στρώνουν.
Ανακοινώνει ο Ντόναλντ Τραμπ, δασμούς του Εμπορίου
και δε χαρίζει κάστανα, στους γείτονες τούς δύο.
Για Καναδά και Μεξικό, εικοσιπέντε τους κραυγάζει
τα δύο ποδαράκια τους, σ’ ένα παπούτσι βάζει.
Τον Πούτιν κάνει φίλο του κι εμπορικό εταίρο,
λέει του Ζελένσκι, τσόγλανε, εσύ τα φταις, το ξέρω!
Στη Γερμανία εκλογές, ο Ναζισμός θεριεύει,
να μπει μες στην κυβέρνηση, ολοταχώς γυρεύει.
Μα, τα «μεσαία» κόμματα, την πλάτη τούς γυρίζουν
και τώρα για κυβέρνηση…ως το Πάσχα ψιθυρίζουν.
Κι ο μήνας όλο προχωρά, με τούτα και με τ’ άλλα,
μα η τελευταία μέρα του, φέρνει τα πιο μεγάλα.
Χιλιάδες διαδηλωτές, δεν έχουν οξυγόνο,
στους δρόμους κοσμοθάλασσες, για των Τεμπών τον φόνο.
Νέοι και γέροι και παιδιά, με μια φωνή φωνάζουν
και οι ίδιοι τους αδίκαστους, αυτοί καταδικάζουν.
Παίρνουνε προσκλητήρια, των απανθρακωμένων,
ακούγονται ονόματα, των εξαϋλωμένων.
Με σκυθρωπά τα πρόσωπα, κάνουνε τις πορείες
και ρίχνουνε στους αίτιους, ευθύνες κι αμαρτίες.
Όχι μόν’ στον ανίκανο κι ανίδεο κλειδούχο,
που…σ’ ένα εικοστετράωρο, τον κάναν πτυχιούχο.
Που τονε διορίσανε, σα να ’ταν τάξης πρώτης,
σαν Εκκλησιαστική Επιτροπή, που βάζει ο Δεσπότης.
Που λάθος αν χτυπήσουνε, μια…τέταρτη καμπάνα
και δε θα κάνουνε ζημιά, αν κάνουνε «κοπάνα».
Έτσι όπως την κάνανε εκείνοι της Λαρίσης,
πρέπει να πάν’ στον Πηνειό, να πέσουν για τη λύση.
Όχι που μόνο μπάζωσαν, τον χώρο άρον-άρον,
μα και για τη συγκάλυψη, κουνιάδων και κουμπάρων.
Γιατί τα τρένα γίνανε, επί…Κολοκοτρώνη
και λειτουργούσαν κι έγιναν, οι πενήντα εφτά οι φόνοι.
Όλα καλά και άγια και όλα ευλογημένα,
τα βρίσκανε τ’ αφεντικά, μα ήταν σκουριασμένα.
Και ανεβήκαν τα παιδιά, μετά το καρναβάλι,
μα είπε ο μηχανοδηγός, πάμε και όπου βγάλει!
Και να, πού βγήκε η έρημη, αυτή αμαξοστοιχία,
έριξε οικογένειες, σε κλάμα, δυστυχία.
Αυτά βροντοφωνάξανε, χιλιάδες θυμωμένοι,
σε πόλεις αλλά και χωριά, ανά την οικουμένη.
Και η Πολιτεία, άραγε, θα ’χει ανοιχτά τ’ αυτιά της,
ν’ ακούσει από τον λαό, για τα «παινέματά» της;
Που διαλαλεί πως έχουμε, τώρα Δημοκρατία,
μα, με τα κιάλια βλέπουμε, την Αξιοκρατία;
Τέλος, η μέρα τέλειωσε, κει στον Λευκό τον Οίκο,
που Τραμπ-Ζελένσκι ήτανε, αρνάκι με τον λύκο.
Που του Ζελένσκι έδωσε, ο Τραμπ κλοτσιά στον κώλο
κι έτσι τον Κουτσοφλέβαρο, τον βγάλαμε πια όλο.