

γράφει ο
Βασίλης Μυλωνάς
Πάει, γκρεμοτσακίστηκε, ο Άσαντ, το τσογλάνι
και ήρθε στο προσκήνιο, ο νεαρός Τζολάνι.
Έκανε κι αν δεν έκανε, χρόνια μες στη Συρία,
που έμοιαζε του Πινοσέτ, στυγνή δικτατορία.
Φρικτά βασανιστήρια, τσούρμο φυλακισμένοι,
με τις μπουλντόζες θάβονταν, οι απαγχονισμένοι.
Και όσοι τα κατάφερναν, με κόπο δραπετεύαν,
την τύχη τους στην ξενιτιά, σαν πρόβατα γυρεύαν.
Χρόνια αυτόν τον δικτάτορα, στήριζε η Ρωσία,
γιατί είχε συμφέροντα, μαζί με την Περσία.
Μα και οι δυό σε πόλεμο, με άλλους έχουν μπλέξει
και τον Ασάντ την τύχη του, άφησαν να διαλέξει.
Να κάτσει μες στη Δαμασκό; Όχι, θα τον λιντσάρουν,
γι’ αυτό οι Ρώσοι έτρεξαν, γρήγορα να τον πάρουν.
Έτσι, στη Μόσχα, σίγουρα, λένε πως έχει πάει,
εκεί με τον Βλαδίμηρο, να πίνουν…κρύο τσάι.
Γιατί ένα τέτοιο πάθημα, που πάθανε κι οι δυό τους,
ποτέ δεν το φαντάστηκε, το έξυπνο νιονιό τους.
Κι από την πέρα τη μεριά, που κυβερνούν μουλάδες
κι αυτοί πιάνουν τα γένια τους κι όλο…ρουφούν λουλάδες.
Και λένε, η βοήθεια στη Χεσμπολάχ, χαράμι
και κρύβουνε τον κώλο τους, στο νέο το τσουνάμι.
Για αυτούς ήτανε ο Ασάντ, οδόφραγμα γενναίο,
αλλά η ώρα έφτασε κι έγινε το μοιραίο.
Και βλέπουνε τον γείτονα και τρέμει η καρδιά τους,
τους εύχομαι ολόψυχα, ταχιά και στα δικά τους!
Γιατί και τούτοι κυβερνούν, με τον μπαλτά στο χέρι
και φυλακίζουν κοπελιές, που δεν φορούν τσεμπέρι.
Από την άλλη μελετούν, οι Εβραίοι τον Τζολάνι
κι…εφ όπλου λόγχη στέκονται, να δούνε τι θα κάνει.
Αν είναι φίλος ή εχθρός, καλά θα τον ζυγίσουν,
με σφαίρες ή με κλάδο ελιάς, να τον προϋπαντήσουν.
Μα είναι κι η Αμερική, αυτή τι θα σφυρίξει,
τον τρομερό τζιχαντιστή, που έχει αποκηρύξει;
Μην περιμένει για να δει κι απ’ τη γωνιά κοιτάει,
ο νέος τι…δαμάσκηνα, στη Δαμασκό θα φάει;
Η Ευρώπη όλο ευχόλογα, πάει η δικτατορία
κι ελπίζουν στους τζιχαντιστές, να σώσουν τη Συρία.
Αλλά φοβούνται από τη μια και βλέπουν στα όνειρά τους,
μην γίνει κι άλλο Αφγανιστάν, κάτω απ’ την ποδιά τους.
Έτσι, όλοι κατσουφιάζουνε, μ’ αυτόνε τον Τζολάνι,
μα τα μουστάκια του γελούν, του φίλου Ερντογάνη.
«Δούλεψε», μα ο κόπος του, δεν πήγε, λέει, χαμένος
και τον ευλόγησε ο Αλλάχ και βγήκε κερδισμένος.
Να φύγουνε οι πρόσφυγες, να πάνε στο καλό τους,
που οι Τούρκοι όλοι τούς βλέπουνε, σαν φίδι στο λαιμό τους.
Μ’ έμπνευση στους τζιχαντιστές, την έκανε τη χάρη
και τώρα πια τη Δαμασκό, αυτός θα κουμαντάρει.
Πούτιν και Αμερικανούς κι όλο τους το σινάφι,
τους πιάνει σε ύπνο ελαφρύ και όλους τους, τους…γράφει.
Αλλά του Πούτιν, τελικά, εγκώμια του πλέκει
και λέει από τους παλιούς, δίπλα του εκείνος στέκει.
Τέλος, ο Ασάντ τσακίστηκε, στη Μόσχα ας γεράσει,
μα ο Τζολάνι, άραγε, τι ψάρια θε να πιάσει;