γράφει ο

Βασίλης Μυλωνάς

 

Ταρά τατάμ, ταρά τατάμ, εμπρός, διαλυθείτε!!!

 

Καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια,

του Τσίπρα τα σκατώσανε, πάλι τα κλωσσοπούλια.

 

Σαν τ’ άφησε η μάνα τους, παντέρημα και μόνα,

σαν τον Σαμψών δεν άφησαν, όρθια μια κολώνα.

 

Ποιος είναι τούτος, ρε παιδιά, το νέο αυτό αστέρι,

όπου μας πήρε τα κλειδιά, όλους από το χέρι;

 

Πέρυσι αποχώρησαν, Αχτσιόγλου και…τσακάλια

και βούτηξε ο ΣΥΡΙΖΑ, στα πιο κακά του χάλια.

 

Ο Στέφαν δεν κατάφερε, όλους να «ημερώσει»,

όπου έχει πολλούς πετεινούς, αργεί να ξημερώσει.

 

Και δώστου τα καρφώματα, κάτω από τη μέση,

κοιτάζανε οι θεατές, ποιος πρώτος θε να πέσει.

 

Και τελικά τσακίστηκε, ο Στέφανος με ντόρο

και κεφαλοκλειδώματα, από…τον ξένο χώρο.

 

Να, οι παλιοί, στ’ ανάθεμα, εντέλει, τονε στέλνουν,

του λένε τα μεταξωτά βρακιά, επιδέξια σκέλη θέλουν!

 

Όταν δεν ξέρεις μια δουλειά και τηνε κάνεις, βλάπτει,

το αμπέλι θέλει αμπελουργό και το καράβι ναύτη!

 

Κι έτσι, έγινε ο ΣΤΡΙΖΑ, σαράντα δυό κομμάτια,

καπετανάτα χωριστά κι ας τρών’ ψωμί…κι αλάτια.

 

Παλιά τους τέχνη κόσκινο, φάρμακο δεν ευρέθη

και έφτασε ολοταχώς, εξ ων και συνετέθη.

  

Του Αλέξη, πια, κατάντησε, το μέγα Αρματολίκι,

που να γελάει στα χάλια του, το παρδαλό κατσίκι.

 

Και ας μην τον ξεχάσουμε, τον υπουργό, τον Γιάνη,

που και αυτός εκ ΣΥΡΙΖΑ, του κεφαλιού του κάνει.

 

Αλλά και η όμορφη Ζωή, με τη γλυκιά τη γλώσσα

κι εκείνη που την άφησε, νωρίς νωρίς την κλώσσα.

 

Θυμάμαι ακόμα, φίλοι μου, τον Πάνο τον Καμμένο

και μ’ ανοιχτό το στόμα μου, μέχρι σήμερα μένω.

 

Τι διάολο γύρευε μ’ αυτούς, τότε να κυβερνήσει,

του Αλέξη του «αριστερού», τα χέρια για να λύσει;

 

Τώρα του Αλέξη θα του πω, εκεί που έχει φτάσει,

ένας Καμμένος δεν αρκεί, ούτε καμένα δάση.

 

Γιατί ακούω ψίθυρους, πως θα τον ξαναδούμε,

μα η σάλπιγγα ταρά τατάμ, χτυπάει, την ακούμε.

 

Τα ανεμομαζέματα, που είχε κάποια μέρα,

δεν τα μαζεύει τώρα πια, η μαγική φλογέρα.

 

Γιατί πολλοί οι αρχηγοί, χωρίς ιδεολογίες,

τα πόθεν έσχες, τα ουρλιαχτά, είναι δικαιολογίες.

 

Κι από τα πέντε «κόμματα», θα γίνει στριμωξίδι,

άλλοι θα μπαίνουν στη βουλή κι άλλοι θα πίνουν ξύδι.

 

Νομίζω, μας γκαστρώσανε, παιδιά, τους παρατάω,

κάλιο έχω, ποδόσφαιρο, τα βράδια να κοιτάω.

 

Προχθές είδα την εθνική και ηρέμισε η καρδιά μου

κι είχα το κοκκινέλι μου, το νόστιμο, κοντά μου.

 

Και δεν πειράζει αν χάσαμε, αν φάγαμε τριάρα,

λίγο είναι εμπρός του ΣΥΡΙΖΑ την τρομερή μαντάρα.

 

Κι αν έβαλε ένα αυτογκόλ, στα δίχτυα ο Βλαχοδήμος,

οι συριζαίοι τα βάζουνε, σερί και επισήμως. 

 

Κοντά σ’ άλλους καμάρωσα, Μάνταλο και Μασούρα

και ξέχασα για μια βραδιά, τη…συριζομουρμούρα.

 

Έτσι, με κόκκινο κρασί και μπάλα, ξουτ τα σκάρτα,

στους συριζαίους άπαντες, βγάζω κόκκινη κάρτα.