γράφει ο

Βασίλης Μυλωνάς

 

Ελάτε να γιορτάσουμε, Αντώνη και Θανάση

και η ακρίβεια ας κοπανά, δε θα μας τα χαλάσει!

 

Όπως γιορτάσαμε προχθές, Χριστούγεννα και Φώτα,

με σπιτικά εδέσματα και…μπόλικα καρότα!

 

Ας κάνει ο Αντώνης Σαμαράς, μεγάλες δεξιώσεις,

που εσύ με εκατό μισθούς, μπορείς να τις πληρώσεις!

 

Ας κάνει πάρτι έξαλλα, ο Πλεύρης ο Θανάσης,

που με τα περισσεύματα, δυο χρόνια θα περάσεις!

 

Ας φάν’ χαβιάρι ρώσικο, τρούφες απ’ τη Γαλλία

και σολωμούς πανάκριβους, από τη Νορβηγία!

 

Ας πιούνε γαλλικά κρασιά, να κάνουνε κεφάλι,

που ίσα με το σπίτι μας, στοιχίζει η φιάλη!

 

Αν πεις και για τους αστακούς, με γεια τους με χαρά τους,

αν και…καμπόσο ευγενείς, γλύφουν τα δάχτυλά τους!

 

Εμείς, παιδιά, εδώ μαζί, τη φτώχεια μας γλεντάμε,

μα την αλήθεια, πιο καλά, από αυτούς περνάμε!

 

Δεν δοκιμάσαμε ποτέ, τρούφες ούτε χαβιάρι,

ούτε κρασιά πανάκριβα, ποτέ έχουμε πάρει!

 

Ψαράκια απολαμβάνουμε, πάντα απ’ τον ψαρά μας,

σαρδέλες, γαύρο και κολιούς, να ’χουμε την υγειά μας!

 

Ποτέ δεν κάνουμε γιορτές, μες στα ξενοδοχεία,

τα φώτα μάς θαμπώνουνε, κουφαίνουν τα ηχεία!

 

Στα φτωχικά σπιτάκια μας, κάνουμε τις συνάξεις,

πίνουμε τις ρετσίνες μας και λέμε για συντάξεις!

 

Σένα πόσο την έκοψαν; Ρωτάω τον Αντώνη,

μα εκείνος δε μου απαντά, μόν’ βρίζει και θυμώνει!

 

Μη λες τέτοια, Βασίλη μου, ακούω τον Θανάση,

εμένα απ’ τις περικοπές, μού ’φυγε το καφάσι!

 

Τώρα μού δώσαν αύξηση, να πάρω ένα κουλούρι,

παιδιά, είναι ξεδιάντροποι, για φτύσιμο στη μούρη!

 

Και να σου η Αντώναινα, στρώνει τα μεζεδάκια,

λέει, ηρεμίστε ρε παιδιά, πάρτε τα τσιπουράκια!

 

Σήμερα αφήστε τα αυτά, ακρίβεια και συντάξεις,

σήμερα είμαστε κι εμείς, πολίτες πρώτης τάξης!

 

Φέρνει τις σπιτικές ελιές, ραδίκια απ’ το λιβάδι,

πατάτες φούρνου τραγανές, φάβα με γνήσιο λάδι!

 

Οι ρεβιθοκεφτέδες της κι αυτοί μοσχομυρίζουν,

τρούφες, χαβιάρι κι αστακοί, μπροστά τους δεν αξίζουν!

 

Την άλλη η Θανάσαινα, μας στρώνει το τραπέζι,

με τις δικιές της λιχουδιές, μέχρι και πετιμέζι!

 

Και όταν απολαύσαμε, τσίπουρο και ρετσίνα,

τότε «α καπέλα» ψάλαμε, με δίχως μαντολίνα!

 

Αρχίσαμε απ’ της ξενιτιάς, με Στέλιο Καζαντζίδη

και σ’ όλης της πατρίδας μας, της μουσικής τα είδη!

 

Στο τέλος κι η Θανάσαινα κι αυτή ήρθε στα μεράκια

κι όταν χορεύαμε εμείς, χτυπούσε παλαμάκια!

 

Έτσι αποδείχτηκε, παιδιά, η παρέα έχει γλύκα

κι αυτοί ας πληρώνουν το κρασί, για ρετσίνες μια νταλίκα!

 

Τζάμπα χαβιάρια κι αστακοί του Σαμαρά και Πλεύρη,

κέφι που κάναμε εμείς, ποτέ δε θα τους εύρει!

 

Αν και φτωχοί, θα κάνουμε, γιορτές Διονυσίων,

θα τη γλεντάμε τη ζωή, σε πείσμα των πλουσίων!

 

Θανάσηδες κι Αντώνηδες, να ζήσουν να γεράσουν

κι οι πλούσιοι να ’χουν στο νου, μην πτωχεύσουν και πεινάσουν!