γράφει ο 

Βασίλης Μυλωνάς

 

Το δις εξαμαρτείν, ουκ ανδρός σοφού!

 

Εντέλει «νενικήκασιν», οι Ταλιμπάν, ω φίλοι

κι οι ισχυροί του κόσμου αυτού, γενήκανε ρεζίλι!

 

Είκοσι χρόνια πόλεμο, με νύχια και με δόντια,

στο τέλος ντροπιαστήκανε, το βάλανε στα πόδια.

 

Ξοδιάσανε δολάρια, τα μαλλιοκέφαλά τους

και έχασαν τα νιάτα τους, άδικα τα παιδιά τους.

 

Σαν μπαίναν στο Αφγανιστάν, τον Μπιν Λάντεν να πιάσουν,

νόμιζαν ότι είναι γιορτή κι ότι θα παρελάσουν.

 

Και πράγματι σαν όρμησε, η σάρα και η μάρα,

οι Ταλιμπάν ζαλίστηκαν και τους ήρθε τρομάρα.

 

Μα τραβηχτήκαν στα βουνά, που ούτε λύκος δεν πάει,

που ούτε πουλί, ούτε αετός, τόσο ψηλά πετάει.

 

Και από εκεί «ενοχλούσανε» κι ήτανε ορκισμένοι,

κατακτητές που ήτανε, σαν αστακοί οπλισμένοι.

 

Και ξόδιασαν δολάρια, Αμερική και ΝΑΤΟ,

μην τύχει και αναστηθεί κι αυτό το Χαλιφάτο.

 

Τουφέκιζαν όλοι μαζί, Γερμανοί, Άγγλοι, Γάλλοι

και γενεές στρατιωτών, αλλάζαν τη σκυτάλη.

 

Μα κάποιοι «επιστρέφανε», κλεισμένοι σε κασόνια

κι οι μάνες δεν το άντεχαν, αυτό είκοσι χρόνια.

 

Απ’ τη μια τα δολάρια, που τρέχαν σαν ποτάμι

κι από την άλλη οι ψυχές, μαύρες σαν το κατράμι.

 

Και έβαζαν οι…σύμμαχοι, ανδρείκελα προέδρους,

στο τέλος πια, τους έκοψε, πως ήταν άνευ κέρδους.

 

Κι έτσι, το αποφασίσανε, να γκρεμοτσακιστούνε,

γιατί δεν πέρναγε στιγμή, δίχως κακό να βρούνε.

 

Κι αν άρχισαν να αποχωρούν με…πρόγραμμα και τάξη

και είχανε τον πρόεδρο, μη βρέξει και μη στάξει.

 

Ορμήσανε οι Ταλιμπάν, απ’ τα ψηλά βουνά τους

και μπήκαν μέσα στην Καμπούλ, βουβά τα άρματά τους.

 

Ο πρόεδρος δραπέτευσε, μην τύχει και τον πιάσουν,

γιατί ήξερε ο πονηρός, τι είχαν να τον κεράσουν.

 

Και στο αεροδρόμιο, εκεί έγινε το σώσε,

που όλοι οι ξένοι φεύγανε, πατώσμε και πατώσε.

 

Φεύγανε και οι συνεργοί και οι οικογένειές τους,

απ’ τα αεροπλάνα κρέμονταν και χάναν τις ζωές τους.

 

Και η ανοδιοργανωσιά, στο κόκκινο χτυπάει, της 

Δύσης τα καμώματα, τα βλέπει η Ανατολή και γελάει.

 

Δεύτερη ήττα ήταν αυτή, η των…πολιτισμένων,

που έγινε στα χρόνια μας, κατά των πεινασμένων.

 

Η πρώτη ήταν του Βιετνάμ, που φύγαν ντροπιασμένοι

και άφησαν στους Βιετκόνγκ, γη έρημη καμένη.

 

Κι εκεί ξοδιάσανε λεφτά, χάσανε παλικάρια,

και ξέρανε πολύ καλά, πως τα ’παιζαν στα ζάρια.

 

Και την κατάπιαν την καυτή κι εκείνη την πατάτα,

…γαϊδουρινό το πρόσωπο, ούτε ζημιά ούτε γάτα.

 

Και δεν τους είπε τίποτε, το μάθημα εκείνο

και βλέπανε το Αφγανιστάν, σαν Άγιο Μαρίνο.

 

Έτσι, το «δις εξαμαρτείν», η ρήση του Μενάνδρου,

δεν είναι πράξη «ανδρός σοφού», αλλά άμυαλου και φαύλου.

 

Πιστεύω να ’βαλαν μυαλό, μετά απ’ αυτή την ήττα

και να μη βλέπουνε τη γη, όλη δική τους πίτα.

 

Και ας αφήσουν τους λαούς, στο τι θεό πιστεύουν,

ελεύθερους στον τόπο τους, να ζουν να βασιλεύουν.

 

Κι ας μη θέλουν με το στανιό, παντού «Δημοκρατία». 

Κι ας το χωνέψουν, πέθανε, η Αποικιοκρατία.