γράφει ο

Βασίλης Μυλωνάς 

 

Τέλειωσε η μπάλα…

 

Παιδιά, δε σας το έλεγα, ότι το…κλωτσοσφύρι,

είναι χαρά κι απόλαυση και είναι πανηγύρι;

 

Ένα μήνα περάσαμε, τα βράδια με τη μπάλα

κι ήταν σα να τρεφόμασταν, με μέλι και με γάλα.

 

Εκπλήξεις είδαμε πολλές, πέναλτι, παρατάσεις

κι όλα τα συναισθήματα, κάνανε παρελάσεις.

 

Όσοι κερδίζαν, σαν τρελοί, στο γήπεδο χορεύαν

κι όσοι έχαναν, με κλάματα…πικρό καφέ γυρεύαν.

 

Και όλοι αγωνίστηκαν, μ’ όλη τη δύναμή τους,

 στον εθνικό τον ύμνο τους, μα και για την τιμή τους.

 

Αλλά, μια χώρα κέρδισε και πήρε τα πρωτεία

κι αυτή είναι η γειτόνισσα, ωραία Ιταλία.

 

Μα, ένα είναι σοβαρό, σ’ αυτή την ιστορία,

που ανταμώσαν οι λαοί, μ’ αγάπη και φιλία.

 

Και…πάλεψαν στα γήπεδα, με μπάλα και κερκίδες

κι όχι στα χαρακώματα, με τρομερές οβίδες.

 

Όπου συχνά τους οδηγούν, αχρείοι «βασιλιάδες»,

τους θυσιάζουν σαν αρνιά, αχόρταγοι λεφτάδες.

 

Μα, πάει τέλειωσε κι αυτό, τώρα ξανά ρουτίνα,

ν’ ακούμε εκατό φορές, μέτρα και καραντίνα.

 

Ν’ ακούμε και τους αρνητές, όπου…παραμιλάνε

κι απ’ το γινάτι τους στη γη, τον κώλο τους χτυπάνε.

 

Και με καμιά κυβέρνηση, εμβόλιο δεν κάνουν,

γιατί…παρθένοι προτιμούν, να πέσουν να πεθάνουν.

 

Λέει ό,τι του κατεβεί, ο κάθε ιδιώτης,

μα, είναι όλοι αμαρτωλοί, το είπε κι ο δεσπότης.

 

Ξεχνούν, πως τα εμβόλια, απ’ τον καιρό που βγήκαν,

πολλές αρρώστιες παιδικές κι άλλες…ξαφανιστήκαν.

 

Και της Αλάσκας το σκυλί, τον Μπάλτο, ας διαβάσουν,

που έσωσε πολλά παιδιά, πριν τη ζωή τους χάσουν.

 

Που ’πιασε Διφθερίτιδα, πριν από ένα αιώνα

κι εμβόλια τους πρόφτασε, μέσα στον παγετώνα.

 

Με έλκηθρο τα έσυρε, μες στις χιονοστιβάδες

και γιατρευτήκαν τα παιδιά, δεν κλάψαν οι μανάδες.

 

Και το σκυλί το έξυπνο, που θαύμα είχε κάνει,

το στήσαν άγαλμα κομψό, ποτέ να μην πεθάνει(*).

 

Το λέω ξανά, τελείωσε, η μπάλα η χαρά μου,

τι έχουν να δουν τα μάτια μου, τι θ’ ακούσουν τ’ αυτιά μου.

 

Θα βλέπω δόλιους πονηρούς, πάλι να…τιτιβίζουν,

στο ψέμα, στον λαϊκισμό, τέλος να μη γνωρίζουν.

 

Σαν βγαίνουν στα μπαλκόνια τους, εμένα μού τη δίνει,

μιλάνε σα…να κλάνουνε, χωρίς καμιά ευθύνη.

 

Προχθές η Ερντογάναινα, το είπε νέτα σκέτα

και το ’παιξε περήφανα, Μαρία Αντουανέττα.

 

Όσοι δεν έχουνε ψωμί, ας φάνε παντεσπάνι

και η μερίδα τους μισή, να είναι στο τηγάνι.

 

Εσύ κυρία Εμινέ, την τσάντα σου αν πουλήσεις,

μπορείς τη Σμύρνη ολόκληρη, τρεις μέρες να ταΐσεις!

 

Ζεις μέσα στα παλάτια σου, όπως την Κλεοπάτρα

κι όσοι πεινούν σού βγάζουνε, ευθύς κόκκινη κάρτα!

 

Γιατί ήταν πέναλτι βαρύ, η ρήση σου η αθλία

και θες τομάτες και αβγά, στη μούρη σου, κυρία!

 

Δεν τρώει γλυκά ο φουκαράς, ούτε ξέρει τις τούρτες

κι εμείς θ’ ακούμε, όπως πριν, τέτοιες και άλλες μπούρδες!

 

(*) Ν. Υόρκη, Σέντραλ παρκ.