Γράφει ο

Βασίλης Μυλωνάς 

 

Δώσε κι εμένα μπόνους!

 

Τι κόλπα είναι πάλι αυτά, κύριε Γεωργιάδη,

όπου στη νεολαία μας, δίνεις μπόνους χάδι;

 

Να κάνουν το εμβόλιο, για…ανοσίας χάρη

και τζουπ, στην τσέπη τους να μπει, το κατοπενηντάρι;

 

Τουτέστιν, δεν κατάφερες, με λόγια να τους πείσεις

και τώρα μ’ ένα παγωτό, ποντάρεις να τους ψήσεις!

 

Μπόνους να ’χουν στο σινεμά, μπόνους για κόκα κόλλα

κι ίσως για μπύρα δροσερή και για καμιά μπριζόλα!

 

Και δε μού λες, κυρ’ υπουργέ, θέλω να μού ξηγήσεις,

γιατί εμάς τους πρόθυμους, «έξω» να μας αφήσεις;

 

Μέχρι εικοσιπέντε ετών, μόνο θα βραβευθούνε

κι αυτό θα είναι κίνητρο, να ’ρθούν να…τσιμπηθούνε!

 

Κι εμείς όλοι που ήρθαμε, στο πρώτο σφύριγμά σου,

γιατί στα υποδήματα, μας γράφεις, τα παλιά σου;

 

Πολλοί, μέχρι τα εκατό, μόλις έγινε…σέντρα,

τροχάδην στήσαμε ουρές, στα εμβολιαστικά τα κέντρα!

 

Και δεν είπες, κυρ’ υπουργέ, νέος ή γεροντάκι,

ας τον κεράσω για να πιεί, τώρα ένα καφεδάκι!

 

Γι’ αυτό κι εμείς ζηλεύουμε, εγγόνια και παιδιά μας

και απαιτούμε, Άδωνι, τα…αναδρομικά μας!

 

Και μην τυχόν και αρνηθείς, σ’ αυτές τις απαιτήσεις,

μην πάμε και δικαστικώς και…για τις προσαυξήσεις!

 

Στείλε μας στο λογαριασμό, το κατοπενηντάρι,

αυτό είν’ το τελεσίγραφο και δε χωράει παζάρι!

 

Να πάμε με την κάρτα μας, στους «έξω» σινεμάδες, 

να πάμε στην Κεραμωτή, να φάμε λουκουμάδες!

 

Και τώρα πια που έληξε, η παλιοκαραντίνα,

να βγούμε με τους φίλους μας, για δροσερή ρετσίνα!

 

Μα, θα μου πεις, κυρ’ υπουργέ, τόσο ρευστό μάς λείπει;

Σαν το θυμάμαι, της καρδιάς, αυξάνονται οι χτύποι!

 

Τότε που μας αφήνατε, «αδέσποτους» στο κρύο

και τα ευρώ τα κάνατε, από…τα τρία δύο!

 

Κι ως τώρα ο λογαριασμός, με μείον πάντα βγαίνει

κι ούτε για ένα τσίπουρο, δραχμούλα δε μας μένει!

 

Τα νοίκια δε μειώθηκαν, το ρεύμα παίρνει αυξήσεις,

τα τρόφιμα είναι φωτιά, κυρ’ υπουργέ να ζήσεις!

 

Σε χαίρομαι όταν μιλάς, στου καναλιού το πλάνο,

τα λες όλα σαν ποίημα και…ψέλνεις σα σοπράνο!

 

Μα, πες και κάτι και για εμάς, την κατωτέρα τάξη,

καμιά αυξησούλα προκοπής, όπως είχατε τάξει!

 

Χρόνια τώρα δεν είδαμε, ποτέ μας άσπρη μέρα,

μόν’ μια φορά που… χιόνισε, μα η τσέπη είχε ξέρα!

 

Δώσε, λοιπόν, στους νεαρούς, για παγωτό και τσάι,

κοίτα και τους υπόλοιπους, η φτώχια μη μας φάει!

 

Ο ιός ίσως να νικηθεί, με εμβόλια, καραντίνες,

μα, εμάς δε μας γιατρεύουνε, αυτές οι ασπιρίνες!

 

Μόνο για εσένα, Άδωνι, δεν είν’ αυτά τα ξίφη,

σένα τα λέγω πεθερά, για να τ’ ακούει η νύφη!

 

Να είστε όλοι σας καλά, υπουργοί και όλοι οι άλλοι

και ας αγόρασα εγώ, μάσκες ένα τσουβάλι!

 

Δεν τις πετώ κι ας έληξε, η μαύρη καραντίνα

και ίσως στα γεράματα, τις κάνω…μπεϊμπιλίνα!