γράφει ο
Γιώργος Καρανίκας
Πολλά λέγονται για τους πολιτικούς και τους δικαστές και κάθε είδους εξουσία, αλλά επίσης πολλά λέγονται και για τους δημοσιογράφους.
Καλοί ή κακοί, βολεμένοι ή αδιάφθοροι (βαριά κουβέντα), λαμόγια ή λειτουργοί, είναι ένα συνάφι που καλό θα είναι κάποιες φορές να κάνει την αυτοκριτική του.
Ο σκληρός αγώνας της επιβίωσης που είναι κοινός για όλους όσους δεν έχουν «μαξιλάρι» να κοιμηθούν, δεν είναι λόγος που δικαιολογεί συμπεριφορές που δεν συνάδουν με αυτό που πρέπει να πρεσβεύει και να διακονεί ένας δημοσιογράφος.
Η πολλή επαφή τους με την εξουσία, φθείρει και οδηγεί σε συναλλαγές κάθε είδους ή ακόμη και σε εξαρτήσεις που φανερώνουν σε διάρκεια αν αυτός που «τα πιάνει» καθ’ οιανδήποτε τρόπο, είναι δικαιολογημένος ή μη…
Ναι σήμερα το επάγγελμα του δημοσιογράφου (δεν το λέω λειτούργημα, γιατί είναι βαριά και παρεξηγημένη κουβέντα) περνά κρίση ως προς την λειτουργία του.
Βασική αρχή της εξάσκησής του είναι ο έλεγχος της εξουσίας και αυτό πιστέψτε με είναι τόσο βαρύ που οι αστάθμητοι παράγοντες το κάνουν ακόμη …βαρύτερο!
Ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Μαξ Βέμπερ «Η Πολιτική ως κάλεσμα και επάγγελμα», το οποίο κατά πολλούς αποτελεί το σημαντικότερο πολιτικό κείμενο του 20ου αιώνα, ίσως ρίξει λίγο φως για το πλήθος των δημοσιογράφων, το πώς λειτουργούν και κυρίως γιαυτούς που πηδάνε το χαντάκι, βλέπουν φως και μπαίνουν στην επαγγελματική πολιτική
Αναφέρει ο Βέμπερ μεταξύ άλλων:
Η δημοσιογραφική καριέρα παραμένει πάντως μία οδός από τις σημαντικότερες προς την επαγγελματική πολιτική. Οδός όχι για όλους.
Πολύ λιγότερο μάλιστα για αδύναμους χαρακτήρες, πρωτίστως ανθρώπους που δεν είναι σε θέση να διαφυλάξουν την εσωτερική ισορροπία τους παρά μόνο όταν είναι κοινωνικά εξασφαλισμένοι.
Αν ο βίος του νεαρού λογίου είναι κι αυτός επισφαλής, εντούτοις οι σταθερές κοινωνικές συνθήκες γύρω του τον προφυλάσσουν από τον εκτροχιασμό.
Όμως η ζωή του δημοσιογράφου συνιστά από κάθε άποψη την απόλυτη αστάθεια, και μάλιστα υπό συνθήκες που θέτουν σε δοκιμασία την εσωτερική του ασφάλεια με τρόπο που δεν συναντάται σχεδόν σε καμιά άλλη περίπτωση. Και οι συχνά πικρές εμπειρίες του επαγγέλματος δεν είναι ίσως καν το χειρότερο.
Ιδίως οι επιτυχημένοι δημοσιογράφοι τίθενται αντιμέτωποι με δυσχερέστατες εσωτερικές προκλήσεις.
Δεν είναι διόλου μικρό πράγμα να συχνάζεις στα σαλόνια των ισχυρών της γης ως, υποτίθεται, ίσος μεταξύ ίσων, να σε περιστοιχίζουν συχνά με κολακείες οι πάντες γιατί σε φοβούνται, και να γνωρίζεις την ίδια στιγμή ότι με το που θα πατήσεις το πόδι σου στην πόρτα της εξόδου ο οικοδεσπότης σου θα σπεύσει να δικαιολογηθεί επί τούτου στους καλεσμένους του που είναι αναγκασμένος να συναναστρέφεται τη «δημοσιογραφική αλητεία».
Όπως δεν είναι διόλου ασήμαντο να καλείσαι να αποφανθείς ακαριαία και ωστόσο πειστικά για το καθετί, για ό,τι απαιτήσει η «αγορά», για όλα τα βιοτικά προβλήματα που μπορεί κανείς να διανοηθεί, χωρίς να ξεπέσεις όχι μόνον στην απόλυτη ρηχότητα αλλά προπάντων στην αναξιοπρέπεια της αυτοέκθεσης και στις αδυσώπητες συνέπειές της.
Δεν εκπλήσσει τόσο ότι πολλοί δημοσιογράφοι πράγματι ως άνθρωποι εκτροχιάστηκαν και ατιμάστηκαν, όσο ότι, παρ’ όλα αυτά, ειδικά το συγκεκριμένο κοινωνικό στρώμα περιλαμβάνει στους κόλπους του τόσους άξιους και απόλυτα έντιμους ανθρώπους, που οι απ’ έξω δύσκολα θα μπορούσαν να το υποψιαστούν.
Ο δημοσιογράφος έχει ένα κοινό με τους άλλους δημαγωγούς, όπως άλλωστε και με το δικηγόρο (και τον καλλιτέχνη) — στην ηπειρωτική Ευρώπη τουλάχιστον, σε αντίθεση με τα ισχύοντα στην Αγγλία, παλαιότερα μάλιστα και στην Πρωσία.
Όπως εκείνοι, έτσι κι αυτός δεν μπορεί να ταξινομηθεί κοινωνικά με ασφάλεια. Ανήκει σε μια κάστα παρίων, την οποία η «κοινωνία» συνηθίζει να κρίνει με βάση τους ηθικά χθαμαλότερους εκπροσώπους της.
Εξού και κυκλοφορούν οι πιο παράδοξες απόψεις γι’ αυτούς και τη δουλειά τους.
Δεν καταλαβαίνουν όλοι ότι ένα πράγματι καλό δημοσιογραφικό άρθρο απαιτεί τουλάχιστον τόσο «πνεύμα» όσο κάθε άλλο λόγιο επίτευγμα — ιδίως επειδή πρέπει να παραχθεί αμέσως, κατόπιν παραγγελίας, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να επιδράσει αμέσως, αν και βεβαίως γράφεται υπό τελείως διαφορετικές συνθήκες απ’ ό,τι ένα ακαδημαϊκό γραπτό.
Ότι η ευθύνη εδώ είναι πολύ μεγαλύτερη, ότι μάλιστα το αίσθημα ευθύνης του έντιμου δημοσιογράφου δεν στέκει χαμηλότερα από εκείνο του λογίου —αλλά υψηλότερα, όπως μας δίδαξε ο πόλεμος— δεν αναγνωρίζεται σχεδόν ποτέ, διότι όπως είναι φυσικό η μνήμη μας συγκρατεί ακριβώς τις πιο ανεύθυνες επιδόσεις των δημοσιογράφων εξαιτίας των συχνά αποκρουστικών συνεπειών τους. Κανένας δεν πιστεύει ότι οι δημοσιογράφοι που έχουν δείξει με κάποιο τρόπο την αξία τους είναι άνθρωποι διακριτικότεροι από τον μέσο όρο. Και όμως, έτσι είναι»…
Αυτά λέει ο Βέμπερ!
Καλός ή κακός ο δημοσιογράφος σύμφωνα με τα καθ’ ημας, είναι ένας δυσάρεστος, χρήσιμος τύπος…
Δυσάρεστος για την εξουσία και χρήσιμος για το κοινωνικό σύνολο. Και παρεξηγημένος όταν «αποκαλύπτει» από αυτούς που πιστεύουν ότι το κάνει …για το μπαγιόκο!
Γιαυτό δεν πρέπει ο δημοσιογράφος να περνάει το χαντάκι για την πολιτική γιατί από χρήσιμος γίνεται διπλά …δυσάρεστος και τοξικός!