γράφει ο

Βασίλης Μυλωνάς

 

Για τη Γυναίκα λίγα λόγια θα σας πω,

όπως την είδα από μικρός κι όπως τη βλέπω ακόμα.

Είναι η δούλα και κυρά στο σπιτικό

κι αυτή ταΐζει γέρους και μωρά στο στόμα.

 

Όταν ο άντρας, είτε τα παιδιά,

πέφτουνε άρρωστοι με πυρετό στο στρώμα,

δεν κλείνει μάτι, πάσχει και καρδιοχτυπά

και γίνεται του κόσμου η καλύτερη, μάνα, αδερφή και νοσοκόμα.

 

Όταν στον πόλεμο ο φαντάρος πληγωθεί

και πέσει και αιμορραγεί κι αναστενάζει,

τρέχει η νοσοκόμα μες στις σφαίρες, να τον βρει,

το βόλι, που ίσως έρθει, δεν τη νοιάζει.

 

Πέφτει στο Ζάλογγο, μη χάσει λευτεριά,

σαν τις Σουλιώτισσες, τα μαύρα χρόνια εκείνα,

φοράει άρματα, παλεύει με θεριά,

το λέει η Δέσπω Μπότσαρη, το λέει κι η Μπουμπουλίνα.

 

Και σαν Αγρότισσα, στα χρόνια της γιαγιάς,

εργάστηκε σκληρά, δίπλα στον άντρα της, με τσάπα και αξίνα,

την ομορφιά της τη χιλιοτραγούδησε ο ντουνιάς,

όπως τη Βαγγελιώ, την Άννα και τη Γερακίνα.

 

Γυναίκα κι άντρας δίπλα-δίπλα στο χορό,

εχθές χωράφι η γιαγιά, η εγγονή εργοστάσιο, γραφείο,

μα οι δουλειές που έχει το νοικοκυριό,

είναι αλήθεια, δε μοιράστηκαν σωστά στα δύο!

 

Είναι η γυναίκα το στολίδι του σπιτιού,

είναι θεμέλιο, είναι σκεπή, είναι το σπίτι ολόκληρο, είναι κολόνα, 

είναι η μάνα νέου, γέρου και παιδιού,

είναι η Άνοιξη, πηγή ζωής και ζεστασιά μες στο Χειμώνα.

 

Και μη σας φαίνονται αυτά πολλά,

λίγα θα ήτανε χίλια στιχάκια αν έγραφα ακόμα,

γιατί η γυναίκα έχει την τιμή,

να είναι σ’ όλους μας και μάνα και αδερφή και νοσοκόμα!