γράφει ο

Βασίλης Βελιάνος

Το καμάρι του αρχοντόσπιτου και η αδυναμία της μικρής πριγκίπισσάς του -η κούκλα της η Μπάρμπι- ζούσαν σε διαφορετικούς κόσμους από αργά ψες βράδυ.

 

Η πριγκίπισσα δεν χόρταινε τα καινούρια ηλεκτρονικά παιγνίδια της. Βγάζοντάς τα ετσιθελικά από τα κουτιά τους κάτω από το δέντρο. Είχε κακομάθει να περνάει πάντα το δικό της. Σάμπως όλοι να της χρωστούσαν κάτι σ αυτόν τον κόσμο. Την πορφυρογέννητη...

 

Την ίδια ώρα που η Μπάρμπι, ένιωσε ένα απότομο τράνταγμα αξημέρωτα. Προσπαθώντας μέσα στα σκοτάδια, να καταλάβει που βρίσκεται. Οι μυρωδιές από τα αποφάγια και τα ζουμιά που έτρεχαν από τις σκισμένες σακούλες των σκουπιδιών την προσγείωσαν: Ναι, ήταν αυτό που φοβόταν:

 

Η χαϊδεμένη μέχρι χθες Μπάρμπι, που δεν μπορούσε να παίξει με τα ηλεκτρονικά της πριγκίπισσας, είχε καταλήξει στον σκουπιδοτενεκέ.

 

Ούτε μια θέση έξω από τον κουβά δεν βρέθηκε στην χάρη της. Μπας και την περιμαζέψουν κάποιοι, που δεν μπορούσαν να αγοράσουν κούκλες...

 

Μήτε καν σε έναν κάδο ανακύκλωσης δεν την άφησαν. Μπας και κάποιοι έβρισκαν και κάτι χρήσιμο από εκείνη. Η Μπάρμπι, ψαχούλεψε με τα χέρια της τριγύρω.

 

Ένας λούτρινος σκύλος είχε την ίδια τύχη μαζί της… Πάλι καλά που ήταν λούτρινος σκέφτηκε. Και δεν ήταν κάποιο… σπιτόσκυλο. Που πέθανε από μαράζι επειδή τα παιδιά μεγάλωσαν και βαρέθηκαν να παίζουν μαζί του.

 

Και επειδή κανείς από το σπίτι, δεν ευκαιρούσε να τον βγάζει μια φορά την ημέρα έξω. Όπως στις ευλογημένες μέρες του κορονοϊού.... Που τον δανείζονταν ακόμα κι οι γείτονες για να παρακάμψουν τα απαγορευτικά της κυκλοφορίας... Βγαίνοντας έξι βόλτες την ημέρα.

 

Παραδίπλα ψαχούλεψε μια ζεστή αλλά και ξελιγωμένη από την πείνα γάτα. Καθόλου λούτρινη αυτή… Που έψαχνε τα αποφάγια. "Ας ήταν τουλάχιστον αδέσποτη…" Σκέφτηκε. "Τουλάχιστον θα έζησε για όσο έζησε ευτυχισμένη στο δρόμο. Οϊμέ τη συμφορά της αν ήταν σπιτόγατα…

 

Πιο εκεί κείτονταν μπρούμυτα ένας Αη Βασίλης. Τι κακό να έκανε άραγε κι αυτός ο άμοιρος, καταλήγοντας τέτοιες μέρες στα σκουπίδια… Έχει γούστο να μην χωρούσε κάτω από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο κι αυτός; Επειδή οι σακούλες με τα κινητά τηλέφωνα και τα τάμπλετς, απλώθηκαν στο μισό σαλόνι;

 

Κι ύστερα η σκεπάστηκε κι από άλλα σκουπίδια. Και ανοίγοντας η μέρα και με ακόμα πιο πολλά σκουπίδια. Δεν μπορούσε πια να κουνηθεί.

 

Το σκουπιδιάρικο σταμάτησε δίπλα στον κάδο της. Μεταφέροντας τη δύναμη της μηχανής του, στα μαχαίρια του. Που πετσόκοβαν τα σκουπίδια. Σπρώχνοντάς τα μέσα στην καρότσα.

 

Έφτασε η ώρα για το τελευταίο της ταξίδι: Στην χωματερή…

 

Πλαγιάζοντας ο κάδος της έδωσε πολύ περισσότερο χώρο. Κούνησε όσο περισσότερο μπορούσε τα χέρια της και κάποτε το κατόρθωσε να ξεφύγει από τα μαχαίρια πέφτοντας στη άκρη του δρόμου. Η σκουπιδιάρα έφυγε.

 

Μια αδέσποτη γάτα με τα τρία γατάκια της πλησίασαν τον κουβά. Τα μωρά γατάκια την καθάρισαν με τις γλωσσίτσες τους αρχίζοντας ένα τρελό παιγνίδι μαζί της…

 

Η μαμά γάτα πήρε απαλά στα δόντια της την Μπάρμπι και την τράβηξε στην φωλιά της στα χόρτα του άχτιστου οικόπεδου… Με τα τρία γατάκια να μπαινοβγαίνουν στη φωλιά παίζοντας ευτυχισμένα κρυφτό με την Μπάρμπι.

 

ΡΕΤΡΟ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ Vas.-Vel.-