γράφει ο

Βασίλης Μυλωνάς

 

Πάλι μας αξιολόγησε, παιδιά, αυτή η Μούντις

και τώρα ποιος τη χάρη μας, βράδυ πρωί....στα Γκούντις.

 

Είπε για την ανάπτυξη, τη σταθερότητά μας,

γι’ αυτό κοιτάξτε Έλληνες, γελάνε και τ’ αυτιά μας.

 

Αυτοί απ’ την Αμέρικα, που κολυμπούν στο χρήμα,

μας έψαξαν και δώσανε, το αγαπημένο σήμα.

 

«Γιες-γιες, οι Γκρεεκ πάνε καλά, δανείστε τους και πάλι,

δώστε τους να τα ξαναφάν, να τους περάσει η ζάλη!

 

Νάτη η Οικονομία τους, αντρειεύει και θεριεύει,

άσχετα ο κόσμος λάχανα, σκέτα αν μαγειρεύει!

 

Κάποιοι κάνουν παράπονα, τον μήνα δεν τον βγάζουν,

μα ας τους αφήσουμε αυτούς κι ας πάνε να γκρινιάζουν!

 

Εμείς βλέπουμε Τράπεζες, που ’ρθαν στα συγκαλά τους

και υπουργούς που κολυμπούν, στα αποθέματά τους!».

 

Έτσι, έστησε τον χορό, ο Κωστής ο Χατζηδάκης

και ακολούθησαν πολλοί, μαζί κι ο Μητσοτάκης.

 

Βγήκε, που λέτε, ο υπουργός, δε χάνει ευκαιρία

κι είπε κι αυτός το γιες-γιες-γιες, για την οικονομία.

 

Μα, έτσι θα’ ν’ τα πράγματα, το λεν’ οι Αμερικάνοι,

για να τους διαψεύσουμε, όχι, παιδιά, δεν κάνει!

 

Κι αν θέλετε, να σας το πω, δεν γίναμε Ελβετία,

αλλά είμαστε καλύτερα, από τη Βουλγαρία!

 

Αυτή η Αξιολόγηση, μας δίνει τώρα λύσεις,

θα τρέξουν οι χρηματιστές, να κάνουν επενδύσεις!

 

Τότε να δείτε τι δουλειές, τι μεροκαματάρες,

η φτώχεια σας θα ξεχαστεί και οι τωρινές λαχτάρες!

 

Θα ξεχαστούν τα δανικά, θα ξεχαστούν οι πείνες

και με τον έναν σας μισθό, θα βγάζετε δυό μήνες!

 

Και κάνετε υπομονή, με το σφιχτό ζωνάρι,

πάψετε να γκρινιάζετε, που η ευχή να πάρει!

 

Αφήστε τα παράπονα, τις κλάψες σας στην μπάντα,

τα πράγματα θα στρώσουνε, το…είκοσι σαράντα!

 

Ως τότε, δεν είναι πολλά, μόνο δεκάξι χρόνια,

γι’ αυτό και κάναμε φτηνά, φακές και μακαρόνια!

Καλάθι της νοικοκυράς…ανοίξτε τα στραβά σας,

φάτε για να χορτάσετε, εσείς και τα παιδιά σας!

 

Έτσι κι εμείς λέμε, γιες-γιες, ταχιά δολάρια βρέχει,

η τσέπη τώρα αδειανή…κι ως τότε, όποιος αντέχει!

 

Η Μούντις βάζει «άριστα», στον ελληνικόν τον Οίκον,

αλλά στην έρμη τσέπη μας, μηδέν εις το πηλίκον.