γράφει ο
Βασίλης Μυλωνάς
Αρχημηνιά κι Αρχηχρονιά, το δύο εικοσιτρία,
ας δώσουμε πάλι ευχές, μ’ αυτή την ευκαιρία.
Τώρα, πόσο θα πιάσουνε, ένας Θεός το ξέρει
και τι ετούτη η χρονιά…σκοπεύει να μας φέρει.
Παιδιά, είναι αδύνατο, μες στις ανωμαλίες,
να βλέπεις τ’ άστρα του ουρανού, να κάνεις προφητείες.
Ποιος το’ λεγε χρονάκια πριν, πως θα ’χουμε…κορώνα
και πως Πούτιν και Ερντογάν, θα ζουν σ’ άλλον αιώνα;
Ο Πούτιν που σφυροκοπά, νυχθημερόν μ’ οβίδες
και βλέπουμε τους Ουκρανούς, τους έχει κάνει βίδες.
Ο Ερντογάνος λύσσαξε, νησιά του Αιγαίου θέλει
και δώστου και μας απειλεί, μ’ αυτό το κάζους μπέλι.
Πετρέλαιο κι αέριο είναι το όνειρό του,
πολέμου βγάζει ουρλιαχτά, να σώσει τον ποπό του.
Από την άλλη οι Ιρανοί, σκοτώνουν τα παιδιά τους,
τα ματωμένα χέρια τους…μεθάνε την καρδιά τους.
Γι’ αυτό, φίλοι, θα έλεγα, του Κώστα του Καβάφη,
ότι ήρθαν οι βάρβαροι, μην κάνουμε άλλα λάθη.
Οι βάρβαροι είναι εδώ, μα τις προβιές αφήσαν
και με κοστούμια σύγχρονα, το σώμα τους στολίσαν.
Δεν είναι σαν τον Τζένκινς Χαν, ούτε σαν τον Αττίλα,
που τρώγαν κρέατα ωμά και ζούσαν στη σαπίλα.
Αλλάξανε συνήθειες, τα γένια τους ξυρίζουν,
μα τα μυαλά τους στάσιμα, θλίψη μόνο σκορπίζουν.
Αείμνηστε Αλεξανδρινέ, ο λόγος σου με πνίγει,
οι βάρβαροι ήταν εδώ, ποτέ δεν έχουν φύγει.
Δυο λόγια θα ’θελα να πω, στους αρχηγούς κομμάτων,
που περί τίνος θα μας λεν, των…ποντικών και γάτων;
Γιατί η Δημοκρατία μας, έτσι το επιβάλει,
να ’χουμε φέτος εκλογές, μα τι χαρά μεγάλη!
Θα βγούνε τα…αστέρια μας, σεργιάνι να μας δούνε
κι εμείς οι…υποτακτικοί, να τους χειροκροτούμε.
Τι να μας πούνε, άραγε, ποια είν’ τα σχέδιά τους,
τι νέο έχουν να μας πουν, ποιο είν’ το πρόγραμμά τους;
Παιδιά, εγώ τέτοιο δούλεμα, το λέω, δεν το αντέχω,
στις συγκεντρώσεις τους αυτές, καμιά δουλειά δεν έχω.
Γιατί τους βλέπω ολημερίς, μα…και τη νύχτα χώρια,
που τρώγονται μες στη Βουλή, σαν τ’ άγρια κοκόρια.
Λοιπόν, μη μήπως έρχονται, το μπόι τους να δείξουν
ή ύστερα απ’ τα ψέματα, να…κλάσουν και να βήξουν;
Θα ’λεγα ας καθότανε, ήσυχα στα αβγά τους
κι εμείς τους ξέρουμε καλά κι αυτούς και τα μυαλά τους.
Μόν’ ένα τους παρακαλώ κι ανάβω μια καντήλα,
να ’ναι ένα σώμα μια ψυχή, στα σχέδια του Αττίλα.
Εδώ για μικροπράγματα, ας παν να φαγωθούνε,
αλλά στην τούρκικη απειλή, πρέπει να ενωθούνε.
Τα πράγματα είναι σοβαρά και…δεν είναι στημένα,
οι ίδιοι τους τα ξέρουνε, καλύτερα από μένα.
Θα ’λεγα στο κορίτσι μας, την Καϊλή την Εύα,
που ’γινε με τον Ιταλό, ένα σώμα μια φλέβα.
Πως ανεβαίνεις τα σκαλιά, με βάσανα κι αγώνα,
μα στο άψε σβήσε γίνεσαι, η θλιβερή Μαντόνα.
Πελέ, καλή ανάπαυση, στο τελικό σου σπίτι,
που με την μπάλα μάγεψες, ολόκληρο πλανήτη!
Μα, κι εσύ σαν τον Ιακώβ, έριξες στοίβες σπέρμα,
που έκανες κι ένα παιδί, κάθε που ’βαζες τέρμα!
Τέλος, παιδιά, καλή χρονιά, η παλιά μάς έχει πρήξει
κι ο Θεός απ’ τον ουρανό…λίγο μυαλό ας ρίξει.
Που πάντα οι ισχυροί της γης, τον κόσμο μας ρημάζουν,
μα…τα γαϊδούρια τα παλιά, το χούι δεν αλλάζουν.