γράφει ο

Θωμάς Μαργαρίτης

 

Την Δράμα που καθημερινά μας πληγώνει, οφείλουμε όλοι μας να αγωνιστούμε για να την ανατάξουμε. Υπάρχουν φωτισμένα μυαλά, δικά μας παιδιά στην Ελλάδα και σε ολόκληρο τον πλανήτη που μπορούν να βοηθήσουν στην προσπάθεια αυτή. Εκτός από την πολιτική των πολιτικών, υπάρχει και η δυναμική των φορέων και των απλών πολιτών. Και αυτή τη δυναμική επιτέλους πρέπει να την αξιοποιήσουμε.

 

Ως άνθρωπος που υπηρέτησα τη Δράμα από θέσεις διοίκησης και στον πρώτο τη τάξει επιστημονικό σύλλογο της πόλης μας (Πρόεδρος Δικηγορικού Συλλόγου Δράμας), αλλά και ως Δήμαρχος της ιστορικής και μαρτυρικής μας πόλης, τώρα που συνειδητά αποφάσισα να απέχω από την ενεργό πολιτική σκηνή, κρατώντας για τον εαυτό μου την πολύτιμη εμπειρία που απέκτησα και την αγάπη μου για την πόλη και τον Νομό μας, με μία ομάδα εκλεκτών Δραμινών, που αγαπούν τον τόπο και θέλουν με ανιδιοτέλεια να τον βοηθήσουν, συστήσαμε σύλλογο με την επωνυμία «ΟΜΙΛΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΥ» με τον διακριτικό τίτλο «ΔΡΑΜΙΝΗ ΦΛΟΓΑ».

 

Μέλη της θα είναι όλοι οι ενεργοί  Δραμινοί συμπολίτες μας, που γεννήθηκαν ή κατοικούν στη Δράμα καθώς και οι Δραμινοί  απανταχού του κόσμου, που θέλουν να προσφέρουν στον τόπο τους, πέρα από ιδεολογικές, πολιτικές αντιλήψεις και σκέψεις, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εμπλέκονται ενεργά με την πολιτική, είτε σε πρώτο, είτε σε δεύτερο βαθμό, είτε στην κεντρική πολιτική σκηνή.

 

Δεν είχα σκοπό ακόμα να ανακοινώσω την ίδρυση του Συλλόγου αυτού, άλλωστε μόλις χθες ολοκληρώθηκαν οι γραφειοκρατικές διαδικασίες συστάσεώς του.

 

Αφορμή για την πρόωρη ανακοίνωσή μου αυτή, αποτέλεσε  η δημοσίευση στην εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» στις 3-10-2015, ενός άρθρου του Δραμινού αρθρογράφου, Δημήτρη Αθηνάκη με τον τίτλο

 

ΔΡΑΜΑ: ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΑΙΜΟΡΡΑΓΕΙ, ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΦΟΒΑΤΑΙ.

 

Αναζητώντας στο διαδίκτυο πληροφορίες για τον αρθρογράφο, διαπίστωσα ότι πρόκειται περί ενός καλλιεργημένου ανθρώπου, με σπουδές Θεολογίας, Φιλοσοφίας και Φιλοσοφίας της επιστήμης στα Πανεπιστήμια Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Άμστερνταμ. Είναι ποιητής και συγγραφέας και ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά.

 

Το άρθρο του  αυτό άγγιξε ευαίσθητες χορδές της ψυχής μου, θεώρησα ότι πρέπει να το αναδημοσιεύσω ώστε να το διαβάσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι Δραμινοί.  Θα διαπιστώσουν ότι μέσα από την γλαφυρή πένα του Δημήτρη Αθηνάκη, βγαίνει η διαχρονική παθογένεια της πόλης μας, μέσα από τα μάτια ενός Δραμινού που έρχεται στην Δράμα ως «επισκέπτης», αφού ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

 

Την Δράμα που διώχνει τα δημιουργικά παιδιά της και μπαίνει όλο και πιο βαθιά στο καβούκι της, σαν την χελώνα που κρύβεται στον πρώτο κίνδυνο και τον κάνει κάθε χρόνο να αισθάνεται πιο ξένος. Αλλά και την αισιοδοξία ενός ανθρώπου που αγαπά τον τόπο  καταγωγής του, για τις ομορφιές του, τα πηγαία νερά του, την μεγάλη χριστουγεννιάτικη γιορτή της «Ονειρούπολης», το Φεστιβάλ Ταινιών μικρού μήκους και τόσα άλλα, ώστε  να προτρέπει όλους τους Έλληνες να επισκεφθούν την Δράμα.

 

Το άρθρο του Δημήτρη Αθηνάκη, είναι μία γροθιά στο  στομάχι κάθε Δραμινού πολιτικού παράγοντα που άσκησε διοίκηση στην περιοχή μας και λόγο περίσκεψης κάθε Δραμινού συμπολίτη μας. Ας απολαύσουμε  και ας προβληματισθούμε από το κείμενο που αποτυπώνει την σκληρή πραγματικότητα.

 

«Έχει πάντα μία μικρή μελαγχολία η επιστροφή-έστω και για λίγες ημέρες- στον τόπο όπου γεννήθηκες και μεγάλωσες. Όσο περνούν τα χρόνια, συνειδητοποιείς ότι η πόλη όπου άρχισες να καταλαβαίνεις τον κόσμο αλλάζει, εδώ και χρόνια, χωρίς εσένα- όπως συμβαίνει, εξάλλου, με (σχεδόν) όλα τα πράγματα. Οι φίλοι που επέστρεψαν και άλλου που δεν έφυγαν ποτέ, οι γονείς που  μένουν σταθερά εκεί (και σε κάθε «εδώ» σου), η οικογένεια, το σόϊ, που μεγαλώνει, όλα φαίνονται, με το πέρασμα του χρόνου, αλλιώτικα.

 

Αυτό, κατά το μάλλον ή ήττον, συμβαίνει όταν επισκέπτομαι τη Δράμα. Υστερα από 15 γεμάτα χρόνια «εκτός», κάθε επιστροφή μου, όσο και αν κρατήσει, δημιουργεί μία επιπλέον απόσταση, η οποία, αντί να καλύπτεται, όλο και μακραίνει. Φυσικά και υπάρχουν πάντοτε οι σταθερές, τα πρόσωπα που σου γεννούν την ίδια οικειότητα, την ίδια απροϋπόθετη αγάπη. Η πόλη όμως;  Τι συμβαίνει με την πόλη, που ένας «κάπως ξένος» πια δεν το καταλαβαίνει;

 

Η Δράμα αποπνέει, τις περισσότερες φορές, το αίσθημα της στασιμότητας ότι τίποτα, εδώ και χρόνια, δεν εξελίσσεται, δεν προοδεύει. Σαν μαγκωμένη στο ίδιο σκαλοπάτι, φοβάται ν’ ανεβεί, να προχωρήσει, να προσανατολιστεί στον «νέο» κόσμο, στις νέες ιδέες, στις νέες ανάγκες. Η Δράμα αιμορραγεί εδώ και πολλές δεκαετίες. Οι βιοτεχνίες ετοίμων ενδυμάτων, τα εργοστάσια μαρμάρου, τα «μεγάλα» έργα έχουν, από καιρό, αποχαιρετήσει την πόλη. Ανέκαθεν ήταν δεύτερη στον κατάλογο με την υψηλότερη ανεργία στην Ελλάδα. Το κοινό ανέκδοτο που κυκλοφορεί -και- στη Δράμα είναι ότι κάθε οικογένεια έχει κάποιον μετανάστη στη Γερμανία, πράγμα που δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα.

 

Παρακολουθώ, όμως, τις γενιές που έπονται, τις βλέπω να μην αγαπούν την πόλη με τον ίδιο τρόπου που δεν την αγαπούσαμε κι εμείς: «δεν γίνεται τίποτα». Παρατηρώ τους δεκαοκτάρηδες και τους εικοσάρηδες και εντοπίζω ακόμη μία ομοιότητα: χρησιμοποιούν την πόλη, την κάνουν δική τους, βρίσκονται παντού, οικειοποιούνται κάθε χώρο ανοιχτό. Γι’ αυτά τα παιδιά, η πόλη μοιάζει να μην τους χωράει, πολύ περισσότερο απ’ εμάς, τότε το σώμα της πόλης αποκτά έτσι πιο ισχυρούς κραδασμούς, η πληροφορία για έναν « άλλο» κόσμο, έξω από τα όρια της μικρής Δράμας, τα γεμίζει με επιπλέον αδημονία.

 

Ασφαλώς, η Δράμα ισορροπεί ανάμεσα στο στερεοτυπικό βορειοελλαδίτικο «χαλαρά» και σε μια κοινή αγωνία για το μέλλον. Τα κτίριά της κρύβουν (και παρουσιάζουν, πολλές φορές) μία ησυχία, την οποία ουδείς μπορεί να διαρρήξει, ενώ οι δρόμοι της κουβαλούν μια κάποια απόγνωση, την απόγνωση του  κουρασμένου, του «φτάνει πια». Τα πάρκα της, από την άλλη, δημιουργούν την ψευδαίσθηση των άλλων «παραστάσεων», το πράσινό της αποπνέει γαλήνη και ηρεμία. Η Δράμα, ορισμένες φορές, δίνει την εντύπωση του περαστικού, του προσωρινού, του εφήμερου.

 

Κι όμως, δεν είναι έτσι. Το Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους, κάθε Σεπτέμβριο και το ετήσιο ραντεβού της χριστουγεννιάτικης Ονειρούπολης, από αρχές Δεκεμβρίου μέχρι αρχές Ιανουαρίου, είναι τα δύο ορόσημα της πόλης.

 

Κρίμα, θα έλεγε κανείς, ένας τόπος με τόσο πράσινο, τόσα νερά, τέτοια υπέροχη περιφέρεια, να έχει μόνο δύο γεγονότα που την επανατοποθετούν στον ελληνικό χάρτη. Κρίμα, θα πω κι εγώ. Ευτυχώς, όμως, που –και στη Δράμα- την παρτίδα σώζουν οι μικρές ομάδες, κάποιοι θεσμοί και οι μεμονωμένοι πολίτες, καλλιτέχνες, λογοτέχνες. Φτάνουν αυτά, θα αναρωτιόταν κάποιος, για να δώσουν στη Δράμα την ώθηση που έχει ανάγκη;  Όχι, θα ήταν η αυτόματη απάντηση. Γι’ αυτό, εξάλλου, πολλοί κάτοικοι της πόλης ταξιδεύουν στην κοντινή Θεσσαλονίκη και στη μακρινή Αθήνα –για να «ξεσκάσουν-.

 

Υπάρχει, ωστόσο, κάτι, το οποίο δεν θα σβηστεί ποτέ, ο κόσμος να χαλάσει: αυτός ο ωραίος «πλανήτης των φίλων», σε κάθε πόλη και γειτονιά, έτσι και στη Δράμα, οι παρέες κάνουν τα κτίρια, τα πάρκα, τους δρόμους, τη μοναξιά και την πνιγηρή ατμόσφαιρα της μικρής μας πόλης να μοιάζουν με παραμύθι. Η εξωστρέφεια των φίλων που δεν φοβούνται  τίποτα και αυτό –συμπαθάτε με- βγαίνει στον κόσμο. Πηγαίνετε μια βόλτα στην Δράμα και θα με θυμηθείτε.».

 

Σ.Σ.: Ήρθε η ώρα οι ενεργοί πολίτες να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Ασφαλώς σε αυτή την προσπάθεια θα χρειαστούμε και την βοήθεια του Δημήτρη Αθηνάκη, γιατί και καθαρές σκέψεις διαθέτει και την Δράμα αποδεδειγμένα αγαπά και προβάλλει.

 

*Ο Θωμάς Μαργαρίτης είναι δικηγόρος, είναι πρώην δήμαρχος Δράμας και πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού  Συλλόγου Δράμας.