γράφει ο

Βύρων Δημητριάδης

 

“...Είμαι ένας βαθιά δημοκράτης άνθρωπος που θεωρώ ότι η δουλειά του Τύπου είναι να ελέγχει την εξουσία...”, δήλωσε δημόσια ο Κούλης ως τέτοιος που είναι και κάποιος ανυποψίαστος ασφαλώς θα έμενε με την εντύπωση ότι πιέζεται ασφυκτικά από τον διεθνή Τύπο: η Liberation για παράδειγμα, με αφορμή την πρόσφατη επίσκεψή του στο Παρίσι, κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδο:

 

“Στην Ελλάδα, “η άκρα δεξιά” στην κορυφή του “βαθέος κράτους”” (En Grece, l'extreme droite au sommet del'etat profond”) -τίτλος που χαρακτηρίστηκε συνέχεια των αντίστοιχων της Reuters, της Politico, τηςDeutsche Welle κ.α. Όμως, ως νεοφιλελεύθερος-νεοναζιστής δεν δίνει δεκάρα για κάτι τέτοια. Απλά, παίζει το παιχνίδι του.

 

Τη συγκεκριμένη δήλωση την έκανε αυτός που επί των ημερών του η χώρα κατρακύλησε στην 108η θέση στην ελευθερία του Τύπου, αυτός που συστηματικά προσπαθεί να συσκοτίσει την υπόθεση των υποκλοπών όταν στο Ευρωκοινοβούλιο είναι καταιγιστικές οι εξελίξεις, με τις μαρτυρίες των παρακολουθουμένων.

 

Άλλωστε, το πόσο “βαθιά δημοκράτης άνθρωπος” είναι το περιέγραψε στη ΔΕΘ ο ίδιος: “...Όταν έρθει η ώρα, δεν θα εκλέξουμε μόνο κυβέρνηση, αλλά και κυβερνήτη του τόπου...”.

 

Αυτή η φράση -γράφει ο Κώστας Γιούργος στην “ΕΠΟΧΗ” 17/9- ...προδίδει τον τρόπο που εννοεί την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, τη δυσανεξία του στον κοινοβουλευτισμό όταν δεν συμμορφώνεται με τις επιδιώξεις των συμφερόντων που αυτός υπηρετεί στον πολιτικό στίβο.

 

Διαχωρίζει στη φράση του αυτή την εκλεγμένη από τον λαό κυβέρνηση από τον primus inter pares, από τον πρώτο μεταξύ ίσων, που η δημοκρατία θέλει, που η δημοκρατία επιτάσσει, να είναι ο πρωθυπουργός. Πρώτος μεταξύ ίσων. Οτιδήποτε πέρα από αυτό είναι ολίσθημα.

 

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης το διέπραξε (...) αναγορεύοντας “κυβερνήτη” τον “πρώτο μεταξύ ίσων” της δημοκρατίας.

 

Παραπέμπει αυτό σε σκοτεινές σελίδες της Ελλάδας του μεσοπολέμου;

 

Μάλλον δεν ενδιαφέρει αυτό τον εκφραστή μιας πολιτικής η οποία θέλει να συσπειρώσει τα ακροδεξιά, φιλομοναρχικά, φασίζοντα υπολείμματα της μεταχουντικής Ελλάδας σε ένα νεοφιλελεύθερης κοπής μετα-δημοκρατικό μέτωπο εναντίον της δημοκρατικής πλειοψηφίας.

 

Ο Νίτσε, απευθυνόμενος στον “ανώτερο” (ή στον κυβερνήτη) λέει: “Ζήσε για τον εαυτό σου και χρησιμοποίησε τους άλλους για τους δικούς σου σκοπούς”.

 

Στη συνέχεια παραθέτει τις ιδιότητες ενός “μεγάλου ανδρός”: “Δεν θέλει μια καρδιά που θα δείχνει “συμπόνια”, αλλά υπηρέτες εργαλεία. Στην αλληλεπίδρασή του με τους ανθρώπους έχει πάντα σκοπό να κερδίσει κάτι από αυτούς”.

 

Ο Νίτσε πίστευε ότι η ανισότητα των ανθρώπων είναι βιολογικά καθορισμένη, όπως ακριβώς ο Κούλης πιστεύει ότι η ισότητα είναι αφύσικη.

 

Οι ηθικές επιταγές του -επιδίωξε την προσωπική σου ικανοποίηση και άσε τους άλλους να πάνε να πνιγούν- στηρίζονταν στην ιδέα ότι μέσα από μια μη σκεπτόμενη μάζα κατώτερων όντων θα αναδύονταν οι “υπεράνθρωποι” (ή οι κυβερνήτες) που θα είχαν ένα ανώτερο ηθικό δικαίωμα στα πλούτη και τις ηδονές της κοινωνίας.

 

Ετούτη η Νιτσεϊκή ηθική έχει ενσωματωθεί στην ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς και, άρα, στον τρόπο που σκέφτεται και πράττει ο Κούλης ως νεοναζιστής πολιτικός στην υπηρεσία του νεοφιλελευθερισμού.

 

Είναι δυνατόν να υποστηρίζει: “...θεωρώ ότι η δουλειά του Τύπου είναι να ελέγχει την εξουσία...”; τη στιγμή που όταν ήρθε στην εξουσία αμέσως έθεσε υπό τον έλεγχο του ΕΡΤ, ΑΠΕ και λάδωσε με φανερά πάνω από 25 εκατ ευρώ τα ΜΜΕ -κύρια τα φασιστοκάναλα πανελλαδικής εμβέλειας και με ακοστολόγητη την απαλλαγή των καναλαρχών της υποχρέωσης για κατάθεση “πόθεν έσχες” και ονομαστικοποίηση των μετοχών (βλ έρευνα Αγγ. Νταρζάνου στην “ΑΥΓΗ” 7/9).

 

Παρά τις συνεχιζόμενες προσπάθειες να κάνει τον Τύπο που τον ελέγχει να σιωπήσει για πάντα, ο Κούλης, το Επιτελικό του Κράτος και η Κυβέρνησή του, απέτυχαν.

 

Έτσι, κι ενώ βρίσκεται πια σε αποδρομή, κάνει τη τελευταία του απόπειρα και στήνει μια Επιτροπή, η λειτουργία της οποίας παραπέμπει σε τακτικές Γεωργαλά.

 

Θα είναι μια Επιτροπή λογοκρισίας στα πρότυπα της Χούντας για την οριστική φίμωση όσων δημοσιογράφων τον ενοχλούν.

 

Το γκεμπελιστικό νομοσχέδιο, που ονόμασε “Ενίσχυση δημοσιότητας και διαφάνειας στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο”, το ανέβασε για διαβούλευση δήθεν.

 

Τι ακριβώς να διαβουλευτεί κανείς όταν τον όρο “διαφάνεια” τον ακυρώνει με έναν ολιστικό τρόπο η παρουσία του Κούλη ως τέτοιου που είναι.

 

Όπως ακριβώς ο Γκέμπελς έτσι και οι σύγχρονοι γκουρού της επικοινωνίας, υποστηρίζουν ότι ένα ψέμα ελκυστικά διατυπωμένο και καλά υποστηριγμένο από τα δίκτυα προπαγάνδας, τα ΜΜΕ της λίστας Πέτσα δηλαδή, μπορεί να σκοτώσει πολλές αλήθειες.

 

Τέτοιο ψέμα, ελκυστικά διατυπωμένο και καλά υποστηριγμένο από τα δίκτυα προπαγάνδας που όμως δεν μπορεί πλέον να σκοτώσει τίποτε είναι η δήλωση του Κούλη: “Είμαι ένας βαθιά δημοκράτης άνθρωπος που θεωρώ ότι η δουλειά του Τύπου είναι να ελέγχει την εξουσία”!!!

 

Μα, είναι ολοφάνερο, ότι, δεν εννοεί τα όσα λέει: “ένας βαθιά δημοκράτης” δεν έχει τη συνείδηση ενός “ανθρώπου” αλλά ενός πολίτη και μάλιστα ενεργού πολίτη όπως τον περιέγραψε ο Αριστοτέλης.

 

Ένας δημοκράτης πολίτης τη δημοσιογραφία δεν την αντιλαμβάνεται ως “δουλειά” αλλά ως λειτούργημα που δίνει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στη δημοκρατία στην αέναη προσπάθεια να γίνει πιο ποιοτική.

 

“...Η Δημοκρατία -γράφει η αμερικανίδα καθηγήτρια του Χάρβαρντ Σοσάνα Ζούμποφ στο βιβλίο-σταθμό: “Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΥΤΙΚΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ.

 

Ο αγώνας για ένα ανθρώπινο μέλλον στο μεταίχμιο της Νέας Εξουσίας” 2019- είναι ευάλωτη στο πρωτόγνωρο (όπως, για παράδειγμα, στα πλαίσια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης εμφανίστηκε ο Ναζισμός) αλλά η δύναμη των δημοκρατικών θεσμών είναι το ρολόι που καθορίζει τη διάρκεια και τις καταστροφικές συνέπειες της ευάλωτης φύσης τους.

 

Σε μια δημοκρατική κοινωνία ο διάλογος και ο αντίλογος τους οποίους επιτρέπουν οι κραταιοί θεσμοί μπορούν να αλλάξουν το ρεύμα της δημόσιας γνώμης ενάντια σε απροσδόκητες πηγές καταπίεσης και αδικίας, με τη νομοθεσία και τη δικονομία εντέλει να ακολουθούν.

 

Αυτή η υπόσχεση Δημοκρατίας -συνεχίζει η Σοσάνα Ζούμποφ- αντανακλά ένα διαχρονικό δίδαγμα που αποκόμισα από τον Μίλτον Φρίντμαν στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο... ο οποίος πίστευε ότι η νομοθετική και η δικαστική δράση απηχούν ανεξαιρέτως την προ 20ετίας ή και 30ετίας κοινή γνώμη.

 

Ήταν μια θεώρηση την οποία αυτός και ο Χάγιεκ επινόησαν και την μεταμόρφωσαν σε συστηματικές στρατηγικές και τακτικές.

 

Όπως δήλωσε ο Χάγιεκ το 1978: “...Δουλεύω πάνω στην κοινή γνώμη. Δεν πιστεύω πως θα ωφελούσε μια νομοθετική αλλαγή αν προηγουμένως δεν έχει αλλάξει η κοινή γνώμη...

 

Το πρωτεύον ζήτημα είναι να αλλάξει κανείς την κοινή γνώμη...”...”.

 

Αυτό ακριβώς επιχειρεί ο νεοφιλελεύθερος-νεοναζιστής Πρωθυπουργός της χώρας: να κατευθύνει παραπληροφορώντας διά των διαπλεκόμενων ΜΜΕ τη συμπεριφορά της κοινής γνώμης ώστε να προσαρμοστεί στις ορέξεις του “κυβερνήτη”.

 

Διότι “το βασικό ζήτημα σε αυτή την περίπτωση είναι να δείχνουμε προσαρμογή”. Διαφορετικά “Όποιος αρνείται να προσαρμοστεί, δυστυχώς πεθαίνει”.

 

Τους αφήνει, δηλαδή, η κυβέρνηση της ΝΔ του Κούλη, υπηρετώντας την ηθική του νιτσεϊκού υπερανθρώπου: της Άριας φυλής των Ναζί, να πεθαίνουν -μια ναζιστική κανονικότητα που λειτουργεί και στις μέρες μας.