γράφει ο

Βασίλης Μυλωνάς

 

 

Τούτο το καλοκαιράκι, ήρθε μου ’πε ένα πουλάκι,

όλοι σας ξεγυμνωθείτε, ζεσταθείτε και λιαστείτε!

 

Πάρτε δωρεάν ζεστούλα, βάλτε και σε μια σακούλα,

βάλτε το κορμί στον ήλιο, να μαυρίσει γύρω-γύρω!

 

Βγείτε κάθε βράδυ βόλτα, τώρα που δε θέλει φώτα,

που ’ναι μακριές οι μέρες και ας έχει τόσες ξέρες!

 

Πόρτες παραθύρια ανοίξτε και τις τέντες πάνω σφίξτε,

ανοιχτά και τα πατάρια, να ζεστάνουν τα ντουβάρια!

 

Και λαλούσε το πουλάκι, γω του λέω, στάσου λιγάκι,

πες μου τι σημαίνουν τούτα, που δεν είν’ ανθρώπου γούστα;

 

Οι ανθρώποι οι καημένοι, είναι καλομαθημένοι,

έχουνε λεπτή ψυχούλα, τους αρέσει η δροσούλα!

 

Συ όπως τα λες, πουλί μου, θα ανάψει κι η…αυλή μου

και το σπίτι σα ζεστάνει, θα ’ναι σαν καυτό τηγάνι!

 

Πώς θ’ αντέξουμε, ποιος ξέρει, πώς θα βγει το καλοκαίρι;

Το πουλί ξαναλαλάει, πότε κλαίει, πότε γελάει.

 

Ω, οι καλομαθημένοι, δείτε τι σας περιμένει,

τον ερχόμενο χειμώνα, θα αλλάξετε κανόνα!

 

Θα λέτε, αχ Μητσοτάκη, έχουμε σβηστό το τζάκι,

μέρα νύχτα με σεντόνια και χτυπάνε τα σαγόνια!

 

Με παπλώματα στις πλάτες, βράζουμε δυο τρεις πατάτες,

μπάνιο κάνω τον ποπό μου, μόνο απ’ το ηλιακό μου!

 

Το πετρέλαιο…βρομάει και η τσέπη δε βαστάει,

μόνο ο ήλιος όταν βγαίνει, θα ’μαστε αρωματισμένοι!

 

Και θα λέτε, αχ Σταϊκούρα, πώς τα βρήκαμε έτσι σκούρα;

Τώρα ακόμη και το ρύζι, σα τον αστακό μυρίζει!

 

Οι πατάτες, τα κρεμμύδια, σαν τα μύδια και τα στρείδια

κι ο μισθός μου κυρ Σταϊκούρα, τώρα έγινε…σαβούρα!

 

Που λεφτά τα ίδια βγάζω, τα μισά, όμως, αγοράζω

και μου λέει το πουλάκι, φίλε θα γενείς στυλάκι!

 

Η γλυκόζη θα σού πέσει κι άλλα θα βγουν απ’ τη μέση,

όπως η χοληστερίνη, μια χαρά θα ’ναι κι εκείνη!

 

Και τα δυό σου παντελόνια, όπου σου στενεύουν χρόνια,

θα σου έρθει σα…λουκούμι και εκείνο το κοστούμι!

 

Μα, πώς θα περνάς στο κρύο, πάνε ρώτα το Μαντείο,

ίσως να ’χεις κάποια τύχη, απ’ τα ξύλινα τα τείχη!

 

Φέρνε ξύλα με την πλάτη, τ’ άλλα όλα είν’ απάτη,

πες του και του Μητσοτάκη, λέω το ψωμί ψωμάκι!

 

Πες και του Γεωργιάδη, με κλειστό το φως το βράδυ,

με τον ήλιο ακόμη δείπνο, κάνω το Σταυρό και ύπνο!

 

Παλιά θα θυμάσαι πλούτη, βρίσε όσο θες τον Πούτιν,

βρίσε και την Ουκρανία, βρίσε και την Πανδημία!

 

Βρίσε και τις εταιρείες, που δε χάνουν ευκαιρίες

και ολόκληρη τη Δύση, που κι αυτή σ’ έχει πουλήσει!

 

Βρίσε για να ξεθυμάνεις, άλλο δεν μπορείς να κάνεις

κι αν είσαι για πασαρέλα, ρίξτο λίγο και στην τρέλα!

 

Κατά το μεσημεράκι, πίνε κανα τσιπουράκι,

χόρταινε με τα βρισίδια, με ψωμί και με κρεμμύδια!

 

Και σα ρέγκα και να γίνεις, το κρασί μην το αφήνεις!

Αυτά μου ’πε το πουλάκι και με τρόμαξε λιγάκι.

 

Κι απ’ όλες τις συμβουλές του, θα κρατήσω τις καλές του,

Σπαρτιάτης ίσως γίνω, το κρασί, όμως, θα το πίνω.

 

Μ’ αυτό δε θα τουρτουρίζω κι όσο θέλω θα τους βρίζω

κι όταν ανεβούν τα γράδα…θα τους κάνω και καντάδα.