γράφει ο 

Βασίλης Αθ. Μυλωνάς

 

Πέρυσι ήταν η Μήδεια, φέτος είν’ η Ελπίδα

και σαν το έξυπνο πουλί, πέφτουμε στην παγίδα.

 

Χιόνια εδώ, χιόνια εκεί, χιόνια μες την αυλή μου,

τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου.

 

Πάγωσε όλο το σύστημα, παγώσαν κι οι μπουλντόζες

και στα κανάλια οι υπουργοί, βγαίνουν και παίρνουν πόζες.

 

Ένα είναι το ζητούμενο, για τον χαμό «τις πταίει;»

κι ο Στυλιανίδης σοβαρός, μία συγγνώμη λέει.

 

Αλλά ποιος φταίει, άραγε, η Αθηνά, ο Δίας,

που εκδίκηση γυρεύουνε, με…τας κακοκαιρίας;

 

Γιατί τους παρατήσαμε, στον Όλυμπο μονάχους

και από κει μας αμολάν, χιόνια, φωτιές και βράχους;

 

Να φταίει η «Αττική Οδός», που…βαθιοροχαλίζει

και για άφεση αμαρτιών, χιλιάρικα χαρίζει;

 

Στάχτη στα μάτια…δροσερή, για τους εγκλωβισμένους,

που όταν τη χρειάζονταν, τους είχε όλους γραμμένους.

 

Μη σπάτε τα κεφάλια σας, μην ψάχνετε τα πόστα,

το «τις πταίει» το εύρηκε, η κυρά Παπακώστα!

 

Γι’ αυτήν τέτοια προβλήματα, είναι μικρό παιχνίδι,

μιά κι είναι ευρηματική, όπως τον Αρχιμήδη.

 

Το είπε, το λοιπόν, ευθύς, φταίνε οι αλυσίδες,

αν είχε κάθε οδηγός, τύφλα να ’χουν οι Ελπίδες!

 

Στο πι και φι και μιά και δυό, όλοι θα τις φορούσαν

και τότε…ανενόχλητα, εμπρός θα προχωρούσαν.

 

Αυτό «εύρε» η όμορφη, ατσίδα βουλευτίνα,

πώς δε βγήκε ξεβράκωτη, να τρέχει στην Αθήνα!

 

Αλλά ας την αφήσουμε, τη νέα…Αρχιμηδίνα,

που άστοχα και άκομψα, πετάχτηκε σα σφήνα.

 

Κι ας δούμε το τι γίνεται, με τους χιονοπληγέντες,

που κάποιοι τους ζεσταίνουνε, με όμορφες κουβέντες.

 

Που μια βδομάδα πέρασε, δεν έχουν ρεύμα ακόμη

και σίγουρα φωτίστηκαν, με μιά παχιά συγγνώμη.

 

Πάλι έσπασαν καλώδια, απ’ τα πεσμένα δέντρα

και σκοτεινιάσαν γειτονιές, πίσσα γίναν τα κέντρα.

 

Πάλι, παιδιά, σαν πέρυσι, τη Μήδεια τη θυμάστε,

το μάθημα αν το μάθαμε, πείτε το μη φοβάστε! 

 

Στην ίδια Τάξη μείναμε, να το παραδεχτούμε,

να μην πω ότι θα ’πρεπε, να υποβιβαστούμε!

 

Γιατί, από τα λάθη σου, φίλε, αν δε μαθαίνεις,

πάει να πει είσαι κούτσουρο, στην ίδια Τάξη μένεις!

 

Τα δέντρα τα αδέσποτα, τα γέρικα που γέρνουν,

αν δεν κοπούν, κάθε φορά, τα ίδια θα μας φέρνουν.

 

Είναι κι ένα χειρότερο, στην όλη αποτυχία,

η μεταξύ υπεύθυνων, ασυνεννοησία.

 

Άλλος…για Χίο τράβηξε κι άλλος για Μυτιλήνη

και άνθρωπε ψάξε να βρεις, ποιος έχει την ευθύνη!

 

Το κράτος δεν είν’ έτοιμο, είπε ο πρωθυπουργός μας,

σ’ ό,τι μας στέλνουν οι θεοί και…ο κακός καιρός μας.

 

Τα λόγια σου, Κυριάκο μου, για κλάματα και γέλια,

λες να φταίν’ όσοι έβαλαν, στο κράτος μας θεμέλια;

 

Να φταίει ο Καποδίστριας ή ο Κολοκοτρώνης,

ο Όθωνας ο βασιλιάς, ο Λάμπρος ο Κατσώνης;

 

Λες τότε να μη χιόνιζε και δεν είχαν προβλέψει,

διακόσια χρόνια ύστερα, το τι θα μας παιδέψει;

 

Κι όλοι οι μεταγενέστεροι, που μπήκαν στη βουλή τους,

Κυριάκο μου, τι κάνανε, παίζανε…το βιολί τους;

 

Περαστικά μας, το λοιπόν, του χάους και του πόνου

κι αφού δε βάζουμε μυαλό, ας πούμε…και τουχρόνου!