γράφει ο 

Τάσος Αποστολίδης 

 

Οι ειδικοί έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου τουλάχιστον μια δεκαετία πριν. Αλλά λίγη σημασία δόθηκε στο «συναγερμό» που σήμαναν. Το κόκκινο σκαθάρι «δολοφόνος» των φοινίκων, έχει πια εξαπλωθεί και στο νομό Καβάλας, τόσο στην πόλη όσο και στον υπόλοιπο νομό. Και μπορεί οι φοίνικες να άντεξαν το βορειοελλαδίτικο κλίμα και τις κατά καιρούς παγωνιές που σημειώθηκαν στην περιοχή, θα εξαφανιστούν όμως από έναν ύπουλο εχθρό

 

Από τις ακτές του Παγγαίου και του Νέστου έως και τη Θάσο 

Υπάρχουν αμέτρητες αναφορές για άρρωστους φοίνικες από κατοίκους της Καβάλας, του Παλιού, της Ν.Ηρακλείτσας και της Ν.Περάμου ενώ κρούσματα εντοπίζονται πλέον και στις περιοχές του Νέστου και της Θάσου. Τους τελευταίους μήνες οι αναφορές αυτές πληθαίνουν ανησυχητικά και πολλοί αναγκάστηκαν να κόψουν τους φοίνικες που είχαν χρόνια πριν φυτέψει, αφού η καταστροφή που προκαλεί το σκαθάρι έχει προχωρήσει σε μεγάλο βαθμό. 

 

Η φτήνια έφαγε... τους φοίνικες

Το κόκκινο σκαθάρι (rhynochophous ferrugineus) είναι ένα έντομο που εισήχθη στην Ελλάδα λίγο πριν τους Ολυμπιακούς του 2004. Σε μια περίοδο ψεύτικης ευμάρειας, όταν το χρήμα έρεε, κάποιοι έμποροι αποφάσισαν να αγοράσουν φτηνούς φοίνικες από χώρες της Ε.Ε. και από την Αίγυπτο. Τα δέντρα αυτά όμως δεν συνοδεύονταν από τα απαραίτητα φυτο-υγειονομικά «διαβατήρια» και δεν ελέγχθηκαν ποτέ (τουλάχιστον επισταμένα) από τις αρμόδιες υγειονομικές υπηρεσίες. 

 

Το έντομο μπήκε στην Ελλάδα με το «δούρειο ίππο» των ανέλεγκτων εισαγωγών, «κάτω από τη μύτη μας» κι άρχισε να στήνει αποικίες. Όταν το κόκκινο σκαθάρι φωλιάσει σε έναν φοίνικα, γεννά εκατοντάδες αυγά μέσα σε σχισμές ή σε «σκασίματα» που μπορεί να έχει το δέντρο από άλλες αιτίες. Από τα αυγά βγαίνουν κάμπιες (σκουλήκια) που τρώνε σιγά σιγά τους ιστούς του δέντρου, κοντά στο φύλλωμά του. 

 

Το κακό άρχισε από την Αττική, αλλά και τουριστικές περιοχές όπως η Κρήτη και η Ρόδος. Πριν από μια δεκαετία, είχε μετρηθεί ότι το έντομο έπληξε τουλάχιστον 3.000 δέντρα. Και συνέχισε ανενόχλητο τη δράση του. Τα προσβεβλημένα δέντρα παρουσιάζουν γενική αδυναμία, κάμψη στα φύλλα τους, απότομη ξήρανση και μαρασμό. Τα φαινόμενα εντάθηκαν στη βόρεια Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. 

 

Τι κάνει πρακτικά αδύνατη την αντιμετώπιση 

Αυτό που καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την καταπολέμηση του εισβολέα είναι ότι κόκκινο σκαθάρι σκοτώνεται είτε με πολύ πολύ επιβαρυντικά και επικίνδυνα για το περιβάλλον, δυνατά εντομοκτόνα είτε με βιολογικά σκευάσματα, οι τιμές των οποίων είναι τουλάχιστον απλησίαστες για έναν ιδιώτη, όταν μάλιστα πρέπει να επαναλαμβάνει τους ψεκασμούς πολύ τακτικά, κάθε 15 ή 30 μέρες για ένα διάστημα 6-7 μηνών ανά έτος. 

 

Ο λόγος για τον οποίο, ενδεχομένως, οι αρμόδιες αρχές «παράτησαν» τον αγώνα καταπολέμησης (εάν τον είχαν αρχίσει ποτέ) είναι το γεγονός ότι το κόκκινο σκαθάρι έχει τη δυνατότητα να «ταξιδεύει» από δέντρο σε δέντρο. Υπολογίστηκε ότι άνετα μπορεί να διανύσει απόσταση 7 χιλιομέτρων και μέχρι να βρει τον επόμενο φοίνικα μπορεί να τρέφεται με κηπευτικά ή και με άλλα φυτά τα οποία συνηθίζει να προσβάλλει, όπως ορισμένοι κάκτοι και οι «αθάνατοι» (αμερικανική αγαύη) που μόνο αθάνατοι δεν μπορούν να θεωρούνται όταν τους εντοπίσει το κόκκινο σκαθάρι. 

 

Ο μόνος οικονομικώς και υγειονομικώς ενδεδειγμένος τρόπος για να αντιμετωπιστεί η αρρώστια που προκαλεί το κόκκινο σκαθάρι είναι να κοπεί το φυτό, να συσκευαστεί κατάλληλα και να ταφεί. Αυτή η διαδικασία κοστίζει από 500€ έως 2.000€ ανά περίπτωση και πρέπει να γίνει ταχύτατα γιατί τα έντομα που βρίσκονται σε ένα δέντρο, όταν αυτό κοπεί, πετούν άμεσα σε απόσταση μισού χιλιομέτρου και μπορούν να φτάσουν τα 5 έως 7 χιλιόμετρα για να αναζητήσουν τροφή. Πέρα από κοστοβόρα διαδικασία, για να έχει αποτέλεσμα πρέπει να γίνει μαζικά, ώστε να «ξεριζωθεί» η αποικία που υπάρχει στην Ελλάδα. 

 

Η Καβάλα πρέπει να βρει άλλα φυτά για την "πρόσοψή" της

Ο Άρης Χρηστίδης, ένας Καβαλιώτης που είναι γνωστός για τη μακροχρόνια δράση του στον τομέα της περίθαλψης άγριων ζώων, αναφέρθηκε στο φαινόμενο, ανεβάζοντας στο facebook και φωτογραφίες των σκαθαριών αυτών που βρέθηκαν σε διάφορες περιοχές της Καβάλας (δείτε παρακάτω). Εξηγεί πόσο απειλητικό είναι το έντομο και πόσο δύσκολη είναι η αντιμετώπισή του. Εκφράζει δε κι έναν προβληματισμό, ότι οι τοπικοί φορείς της πόλης πρέπει να αρχίσουν να σχεδιάζουν από την αρχή την παραλιακή όψη της πόλης, με γηγενή φυτά