γράφει ο

Βασίλης Μυλωνάς

 

Μίκη, ακόμη μιά φορά…

 

Θα ’θελα, Μίκη, να σου γράψω, τώρα για δεύτερη φορά,

που για τον άλλο, ουράνιο κόσμο, άνοιξες διάπλατα φτερά.

 

Το λέει όλη η Ελλάδα, πως ήσουν μέγας και τρανός

κι έγινες με τη μουσική σου, σ’ όλο τον κόσμο ξακουστός.

 

Δε σ’ εξοφλώ με λίγους στίχους, που σκάρωσα για εσέ προχθές,

ίσως μνημόσυνα, τρισάγια, καθημερνώς εσύ να θες.

 

Αλλά μόνο θα σ’ εξηγήσω, με νόημα της νεκρής λαλιάς,

πως σου την κάνανε τη χάρη και θαύτηκες σα βασιλιάς.

 

Ενέδωσε η Μαργαρίτα, σε κήδεψαν στον Γαλατά 

κι έκλαψαν συγγενείς και φίλοι, μ’ ευλάβεια και τραγουδιστά.

 

Και ήταν όλοι εκεί, Μίκη, πρωθυπουργός και υπουργοί,

πρόεδρος της Δημοκρατίας κι άλλοι τινές πολιτικοί.

 

Κανείς δεν είπε κακό λόγο κι ας ήσουνα…κομμουνιστής,

μονάχα όλοι σ’ εξυμνούσαν, που ήσουνα αγωνιστής.

 

Μίκη, μέχρι κι ο πατριάρχης, σου ’στειλε μήνυμα θερμό,

για τέτοιο δώρο σαν κι εσένα, ευχαριστούσε τον Θεό.

 

Κι αν θέλεις τώρα πίστεψέ με, δεν λέω ψέμα τόσο δα,

πως τα τραγούδια σου για σένα, ένας δεσπότης τραγουδά.

 

Ναι, «Το ψωμί είναι στο τραπέζι και το νερό είναι στο σταμνί

και το σταμνί στο σκαλοπάτι και δώσε του ληστή να πιεί».

 

Και υποκλίνεται για σένα, κάνει δημόσια προσευχή,

πως η ψυχή σου τώρα πλέον, εν παραδείσω αναπαυθεί.

 

Πού να το φανταζόσουν, Μίκη, σαν ήσουνα στη φυλακή

και όταν του Χριστού τα πάθη, περνούσες χρόνια μέσα εκεί.

 

Ότι στο τέλος θα νικούσες, άγριους λύκους και οχιές,

που βάναυσα σε τυραννούσαν, μ’ «όξον», χολή και μαχαιριές.

 

Μα, τα στερνά τιμούν τα πρώτα, νίκησες σα τον Διγενή,

τώρα με Γκάντι και Μαντέλα, σ’ αγκάλιασε κι εσένα η γη.

 

Μίκη, δεν άφησες μονάχα, τη μουσική κληρονομιά,

μα και τους συνεχείς αγώνες, για τη ζωή και λευτεριά.

 

Εμείς, τώρα, οι ακόμη ζώντες, που την πατούμε αυτή τη γη.

βαδίζουμε τον Γολγοθά μας, τραβάει ανήφορο η ζωή.

 

Τώρα είσαι με τους αγγέλους, τα επίγεια δε σ’ αφορούν,

μα θα σου πω δυό πραγματάκια, που εμένα με στεναχωρούν.

 

Σήμερα ο Ηλίας Κασιδιάρης, μάζεψε πλήθος αρνητές,

στη ΔΕΘ απ’ έξω όλοι ουρλιάζαν, πετούσαν πέτρες και βρισιές.

 

Μα, ο συντοπίτης σου, ο Κυριάκος, βγήκε στο βήμα γελαστός

κι εκεί…λαγούς με πετραχήλια, μας έταξε καμαρωτός.

 

Για μένα τον συνταξιούχο, λέξη δεν είπε ούτε μιά,

αράδιαζε αριθμούς μεγάλους, έπαιζε την κολοκυθιά.

 

Κοντά στα άλλα είπε, άκου, θα πίνουμε καφέ φτηνό

και θα κερδίζουμε στην τσέπη, το χρόνο…ίσως δυό ευρώ.

 

Και τζάμπα στα νοσοκομεία, εξέταση του πληθυσμού,

αλλά που κάνουν τρία χρόνια, δεν είπε για τα ραντεβού.

 

Είπε για ανάπτυξη για όλους, πλουταίνει ο Έλληνας, παιδιά,

μα εγώ νομίζω πως φτωχαίνει, που ’ρχονται αυξήσεις σα φωτιά.

 

Είπε πως δε θα ακριβύνουν, τώρα πια οι σχολές χορού,

για μένα είν’ αυτό: τι ψάχνει μες στο παζάρι η αλεπού;

 

Εμένα θα με βοηθήσει, άμα φτηναίνει το κρασί,

να πίνω και να κάνω κέφι, να τραγουδάμε εγώ κι εσύ.