γράφει ο

Τάσος Αποστολίδης

 

Ένα βιβλίο που τυπώθηκε στην Καβάλα, το 1965, το οποίο εξιστορεί μέσα σε 100 σελίδες τις σφαγές των Ποντίων στην Κερασούντα, «ζωντανεύει» επί της κινηματογραφικής οθόνης, από τον δημοσιογράφο και τηλεοπτικό παραγωγό Νίκο Ασλανίδη.

 

Πρόκειται για το βιβλίο του Γιάννη Παπαδόπουλου, του μοναδικού επιζώντα από την φιλαρμονική ορχήστρα που συνόδευε τον διαβόητο Τοπάλ Οσμάν, παίζοντας -κατ΄εντολήν του- εμβατήρια στη διάρκεια των σφαγών που έκανε. Ο Γιάννης Παπαδόπουλος εξιστόρησε όσα είδε και έζησε με πολύ γλαφυρές περιγραφές.

 

Το βιβλίο αυτό είχε τυπωθεί το 1965 στο καλλιτεχνικό τυπογραφείο του Ιωάννη Κωνσταντίνου στην Καβάλα (Παύλου Μελά 26). Ο τίτλος του βιβλίου ήταν «Ποντιακαί Μελέται, Σελίδες από την ιστορίαν της Κερασούντος και τα τερατουργήματα του αιμοσταγούς Τοπάλ Οσμάν καθ’όλη την περιφέρεια του Πόντου». Το βιβλίο είχε επιμεληθεί ο Παντελής Φουρνιάδης και σελιδοποιήθηκε στο ίδιο τυπογραφείο.

 

 

 

Πως έγινε ταινία

Πριν από μερικά χρόνια, ο δημοσιογράφος Νίκος Ασλανίδης, γνωστός από τις τηλεοπτικές του εκπομπές «Αληθινά Σενάρια» στην ΕΡΤ3, αποφάσισε να κάνει ένα ντοκιμαντέρ βασισμένο στην αφήγηση του Καβαλιώτη Γιάννη Παπαδόπουλου.

 

Χρειάστηκε πολλή και συστηματική δουλειά, ιστορική και καλλιτεχνική, για να «ζωντανέψει» αυτή η αφήγηση στο κινηματογραφικό πανί. Η ταινία θα κάνει πρεμιέρα την προσεχή Δευτέρα 4 Μαρτίου, στο 21ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Η προβολή θα γίνει στην αίθουσα «Σταύρος Τορνές», της αποθήκης Α’ του λιμανιού Θεσσαλονίκης στις 6 το απόγευμα.

 

Το ντοκιμαντέρ θα παρουσιαστεί και στην Καβάλα τον προσεχή Μάιο, κοντά στην ημέρα μνήμης της ποντιακής γενοκτονίας (19 Μαΐου), στο πλαίσιο εκδηλώσεων της Λέσχης Ποντίων Καβάλας, όπως ανέφερε στο KavalaNews.GR ο πρόεδρός της Μιχάλης Τσουλφίδης.

 

Το ντοκιμαντέρ έχει τον τίτλο «Η μπάντα...» και εξιστορεί τις σφαγές, τους βιασμούς, τις λεηλασίες και όλα τα τραγικά γεγονότα που βίωσαν οι Έλληνες του Πόντου από τους Τσέτες του Τοπάλ Οσμάν. Το ντοκιμαντέρ γυριζόταν επί δύο χρόνια, με τη συμμετοχή των παιδιών και των εγγονιών του Γιάννη Παπαδόπουλου από την Καβάλα και τη Θεσσαλονίκη καθώς και με αρκετούς ακόμη Ποντίους που οι συγγενείς του έπεσαν θύματα του Τοπάλ Οσμάν. Τα γυρίσματα έγιναν σε Ελλάδα και Τουρκία ενώ στο τέλος του περασμένου καλοκαιριού γυρίστηκαν και οι δραματοποιημένες σκηνές, σε ένα εγκαταλειμμένο χωριό, κοντά στα Γιαννιτσά.

 

Τον Γιάννη Παπαδόπουλο υποδύεται ο γνωστός Πόντιος Τραγουδιστής Αλέξης Παρχαρίδης. Συμμετέχουν 80 ηθοποιοί και η φιλαρμονική ορχήστρα του Δήμου Γιαννιτσών. Η επιμέλεια του ντοκιμαντέρ έγινε από τους ιστορικούς Κώστα Φωτιάδη, Θεοδόση Κυριακίδη και Λάζαρο Βασιλειάδη. Χορηγός του ντοκιμαντέρ είναι το ίδρυμα «Ιβάν Σαββίδης».

 

Όπως δήλωσε ο δημιουργός της ταινίας, Νίκος Ασλανίδης, στόχος του ντοκιμαντέρ είναι να μάθουν οι Έλληνες και κυρίως οι νεότεροι σε ηλικία, τις θηριωδίες των Τούρκων, μέσα από τα όσα έγραψε ο Γιάννης Παπαδόπουλος στην Καβάλα το 1965, όπου ζούσε, «ώστε να μην αμφισβητήσει κανένας την αλήθεια, αλλά και για να μην υπάρχει άγνοια γύρω από το θέμα».

 

Η ιστορία μιας μεγάλης φρίκης

Ο Γιάννης Παπαδόπουλος ήταν μουσικός – μέλος της φιλαρμονικής ορχήστρας του Δήμου Κερασούντας, όπου γεννήθηκε, το 1898. Όταν ο Τοπάλ Οσμάν έφτασε στην πόλη, ουσιαστικά αυτοανανακηρύχθηκε δήμαρχός της. Στις δολοφονικές εξορμήσεις του έπαιρνε μαζί του τη φιλαρμονική, η οποία αποτελούνταν από 13 Έλληνες και 3 Τούρκους. Κρατούσε ομήρους στην Κερασούντα τα μέλη των οικογενειών των μουσικών, ώστε να τους σφάξει, αν κάποιος αντιδρούσε.

 

Στη διάρκεια των σφαγών και των βιασμών, τα μέλη της ορχήστρας δεν άντεξαν. «Πάγωσαν τα δάχτυλά μας και δεν μπορούσαμε να παίξουμε σωστά τις νότες» διηγείται ο Γιάννης Παπαδόπουλος στο βιβλίο του.

 

Ο μοναδικός επιζών

Όταν ο Κεμάλ είχε καλέσει τον Τοπάλ Οσμάν στην Άγκυρα, για να τον τιμήσει, ο τελευταίος πήρε μαζί του και την ορχήστρα. Εκεί αποφάσισε να σφάξει τους Έλληνες – μέλη της, ώστε να μη μιλήσουν για τις αγριότητές και τις δολοφονίες του. Τους έδεσε, τους έπαιρναν πέντε-πέντε οι Τσέτες και τους έσφαζαν με τις ξιφολόγχες. Ο Γιάννης Παπαδόπουλος έμεινε τελευταίος με ένα φίλο του και άκουγε τις κραυγές των σφαγιασθέντων. Ο φίλος του είχε μαζί του ένα σουγιά. Κατάφεραν να κόψουν τα σχοινιά και άρχισαν να τρέχουν. Από τις σφαίρες των Τούρκων ο φίλος του έπεσε νεκρός.

 

Ο Γιάννης Παπαδόπουλος έφτασε κυνηγημένος σε έναν γκρεμό, όπου εγκλωβίστηκε. Μην έχοντας άλλη επιλογή, έπεσε στο γκρεμό, χωρίς, όμως να χτυπήσει σοβαρά. Συνέχισε να τρέχει κι έφτασε στο Σαγγάριο ποταμό, όπου αποκοιμήθηκε κρυμμένος σε χόρτα. Ξύπνησε ακούγοντας κάποιον να τραγουδάει στα ελληνικά ένα κλέφτικο τραγούδι. Ήταν ένας Έλληνας στρατιώτης, ο οποίος πήγε να πάρει νερό από το ποτάμι.

 

Ο Γιάννης Παπαδόπουλος σηκώθηκε, αλλά επειδή φορούσε τούρκικη στρατιωτική στολή, ο Έλληνας στρατιώτης, τον σημάδεψε και του είπε να μην κουνηθεί. Ο μουσικός του φώναξε στην ποντιακή διάλεκτο «είμαι Ρωμιός». Ο στρατιώτης δεν τον πίστεψε και του ζήτησε να πει αρχικά το «Πάτερ ημών» και στη συνέχεια το «Πιστεύω». Όταν ο Γιάννης Παπαδόπουλος τα είπε, ο στρατιώτης τον αγκάλιασε, τον έβαλε στο άλογό του και τον πήγε στο διοικητή του.

 

Η εγκατάστασή του στην Καβάλα

Ο μουσικός ζήτησε ένα όπλο, για να πολεμήσει εναντίον των Τούρκων στην πρώτη γραμμή. Ο διοικητής της μονάδας, ο οποίος ονομαζόταν Τσιρογιάννης, του είπε ότι δεν πρέπει να κινδυνεύσει η ζωή του, αφού είχε υποχρέωση να πάει στην Ελλάδα και να περιγράψει τις σφαγές που βίωσε. Έτσι έγινε.

 

Εγκαταστάθηκε στην Καβάλα, όπου το 1965 έγραψε και εξέδωσε μόνος του το βιβλίο του. Ο Γιάννης Παπαδόπουλος έκανε έξι παιδιά και μέχρι να φύγει από τη ζωή το 1985, σε βαθιά γεράματα, έλεγε παντού την ιστορία του.

 

Το βιβλίο

Το βιβλίο του Γιάννη Παπαδόπουλου τυπώθηκε σε ελάχιστα αντίτυπα (δείτε φωτογραφίες παρακάτω), ενδεχομένως λόγω έλλειψης πόρων εκείνη την περίοδο και δεν ανατυπώθηκε ποτέ. Σήμερα υπάρχει σε μετρημένες βιβλιοθήκες ιδιωτών, κυρίως Ποντίων, που ασχολούνται με την ιστορική έρευνα.

 

Ο γιος του αείμνηστου Γιάννη Παπαδόπουλου, Τάσος Παπαδόπουλος, διηγείται σχετικά: «Ο πατέρας μιλούσε συνέχεια για τον Τοπάλ Οσμάν και πως γλύτωσε ως Εκ θαύματος. Όπως έγραψε και στο Βιβλίο του αρχικά είχε 850 άνδρες, καλά οπλισμένους, οι περισσότεροι από του οποίους ήταν πρώην κρατούμενοι των φυλακών. Δολοφόνοι, ληστές, βιαστές και απατεώνες. Τους υποσχέθηκε δόξα και πλούτη και πράγματι αρπάζοντας τις περιουσίες των Ελλήνων έγιναν γρήγορα πλούσιοι γι’ αυτό και ο αριθμός του αυξήθηκε κατακόρυφα. Ο πατέρας μου ήταν στην φιλαρμονική ορχήστρα και έπαιζε πεφίρο (φλάουτο). Έτσι βρέθηκε στο εκστρατευτικό σώμα του Τοπάλ Οσμάν με το πιστόλι στον κρόταφο... Όπως μας έλεγε ο πατέρας μου αρχικά πήγαν στα κουρδικά χωριά που είχαν ξεσηκωθεί και μετά είχαν σειρά τα χωριά των Ποντίων. Συγκέντρωναν όλους στις πλατείες και λήστευαν τα σπίτια τους. Μετά βίαζαν τις γυναίκες και τα κορίτσια και στη συνέχεια τους έσφαζαν όλους... Φεύγοντας έκαιγαν και όλα τα σπίτια των Ελλήνων».

 

«Κάποια στιγμή ο Τοπάλ Οσμάν αποφάσισε να σφάξει και τους Έλληνες που ήταν στην ορχήστρα για να μην πουν τίποτα για τα εγκλήματά του. Τους έδεσαν και πέντε - πέντε τους πήγαιναν σε μια χαράδρα όπου τους έσφαζαν. Ο πατέρας μου ήταν τελευταίος και άκουγε πως τους κατακρεουργούσαν με τις ξιφολόγχες... Ήταν δεμένος με τον φίλο του τον Νίκο Τσιτνόγλου, ο οποίος είχε ένα σουγιαδάκι και έκοψε το σχοινί. Μόλις οι Τσέτες έσφαζαν και τη δεύτερη ομάδα και ήρθαν να τους πάρουν και αυτούς, το έβαλαν στα πόδια. Όπως έλεγε ο πατέρας μου προτιμούσε να τον πυροβολήσουν παρά να τον σφάξουν. Οι Τσέτες άρχισαν να τους κυνηγάνε και ο πατέρας μου σκόνταψε και έπεσε σε ένα χαντάκι. Ο φίλος του που έτρεχε στην κατηφόρα πιάστηκε, ενώ ο πατέρας μου που έπεσε δεν τον είδαν και τον έχασαν στο σκοτάδι. Κάποια στιγμή όταν σηκώθηκε να φύγει τον είδαν και άρχισαν να τον πυροβολούν. Για να γλιτώσει αναγκάστηκε να πέσει σε ένα γκρεμό και κατέληξε σχεδόν αναίσθητος σε ένα παραπόταμο του Σαγγάριου. Άρχισε να τρέχει προς άγνωστη κατεύθυνση και κατέληξε να αποκοιμηθεί μέσα σε στάχια. Όταν ξύπνησε το ξημέρωμα  άκουσε ένα κλέφτικο τραγούδι και είδε έναν καβαλάρη να πλησιάζει. Όσο πλησίαζε τόσο ο πατέρας μου συνειδητοποιούσε ότι ήταν Έλληνας στρατιώτης και βγήκε από την κρυψώνα του. Του φώναξε «Έλληνα – Έλληνα», αλλά αυτός σήκωσε το όπλο του και τον έβαλε να πει το «Πάτερ ημών» για να βεβαιωθεί ότι ήταν Έλληνας. Ο μπαμπάς μου του είπε και το «Πιστεύω» και τότε πείστηκε ότι ήταν πράγματι Έλληνας. Τον οδήγησε στο ελληνικό στρατόπεδο και όταν παρουσιάστηκε στον διοικητή ζήτησε ένα όπλο για να πάρει εκδίκηση για όλους αυτούς που είδε να εξοντώνονται άδικα. Ο διοικητής όμως του είπε ότι πρέπει να μείνει ζωντανός για διηγηθεί την ιστορία του στους Έλληνες. Έτσι όταν ήρθε και εγκαταστάθηκε στην Καβάλα έλεγε συνέχεια την ιστορία του σε όλους...».