

Ο Γιώργος Μπαμπινιώτης σε ανάρτηση του ανέλυσε από που προέρχονται οι ονομασίες των εορτών όπως πχ αυτή των Χριστουγέννων.
Αναλυτικά ανέφερε τα εξής:
«Φίλες και Φίλοι, Ακολουθούσες και Ακολουθούντες διαδικτυακά. Ευλογημένα Χριστούγεννα και μια Ευλογημένη και Δημιουργική Νέα Χρονιά.
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΤΩΝ ΕΟΡΤΩΝ
Με την ευκαιρία των εορτών θα ήταν, νομίζω, χρήσιμο να εξετάσουμε την προέλευση (ετυμολογία) των ονομάτων τους, αποκαλύπτοντας ενδιαφέρουσες γλωσσικές πτυχές.
Τα Χριστούγεννα εν πρώτοις είναι νεότερη λέξη που προήλθε από τη φράση Χριστού γέννα.. Παλαιότερα χρησιμοποιήθηκε ο λόγιος τύπος Χριστουγέννιοι ημέραι (πβ. αγγλ. Christmas days, γερμ. Weihnachtstage), που δεν επικράτησε. Αντίθετα προς την ελληνική λέξη Χριστούγεννα, οι αντίστοιχες ξένες ονομασίες δεν έχουν την ίδια ετυμολογική διαφάνεια.
Το Christmas προήλθε από το Christ «Χριστός» + mass «εορτή – χριστιανική λειτουργία», σημαίνοντας «εορτή (αρχικά Θεία Λειτουργία) τού Χριστού».
Το Noël τής Γαλλικής προήλθε από το λατινικό natalis (dies) «γενέθλια (ημέρα)». Τα γερμανικά Χριστούγεννα, η λέξη Weihnachten προήλθε από weich «άγιος» + Nacht «νύχτα», σημαίνοντας «Άγιες Νύχτες».
Μιλώντας για Χριστούγεννα, αναφερόμαστε κατά βάσιν στον Χριστό. Από πού, λοιπόν, το όνομα Χριστός; Για τον Έλληνα ομιλητή η λέξη συνδέεται προφανώς με το ρήμα χρίω. Χριστός είναι ο «κεχρισμένος», αυτός που φέρει το χρίσμα τού Σωτήρα.
Η ελληνική αυτή λέξη χρησιμοποιήθηκε στην Καινή Διαθήκη, για να αποδώσει την εβραϊκή λέξη Mashiah, δηλαδή Μεσσίας. Παρεμφερούς σημασίας είναι και το όνομα Ιησούς.
Ο εξελληνισμένος αυτός τύπος τού όψιμου εβραϊκού ή αραμαϊκού Yeshuah σήμαινε «ο Γιαχβέ (δηλαδή ο Θεός) είναι σωτηρία» (πβ. και το τού Ματθαίου 1.21: «καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν»).
Διαφορετική είναι η προέλευση τής άλλης ονομασίας τού Χριστού, τού ονόματος Εμμανουήλ (από όπου το όνομα Μανόλης, του οποίου δεν δικαιολογείται γραφή με -ω-). Και αυτό προήλθε από το εβραϊκό Immanu El που σήμαινε «ο Θεός (είναι) μαζί μας».
Την ερμηνεία τής λέξης βρίσκουμε πάλι στο Ευαγγέλιο τού Ματθαίου (1.23): «ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσιν τὸ ὄνομα αὐτού Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστιν μεθερμηνευόμενον Μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός».
Ας σημειωθεί επ’ ευκαιρία ότι και το όνομα Χρίστος είναι προτιμότερο να γράφεται με -ι- (Χριστός > Χρίστος, όπως Σταυρός > Σταύρος, Λαμπρός > Λάμπρος κ.ά.) αντί -η- (Χρήστος), που θα προερχόταν από το χρηστός «αγαθός, καλός».
Η διάδοση τού ονόματος είναι πραγματολογικά εμφανές ότι συνδέεται περισσότερο με το όνομα τού Χριστού, εξ ου και η μεγάλη διάδοσή του καθώς και ο εορτασμός των Χρίστων τα Χριστούγεννα.
Τέλος, οι οπαδοί τής θρησκείας τού Χριστού, οι Χριστιανοί, πήραν το όνομά τους από το Χριστός + επίθημα -ιανός, το οποίο ανάγεται στο λατινικό -ianus (Christiani). Για να φανούν οι απροσδόκητες εξελίξεις που μπορεί να εμφανίσει η ιστορία των λέξεων, ας αναφέρουμε εδώ τη λέξη κρετίνος «πρόσωπο μειωμένης νοητικής ικανότητας».
Δεν είναι άλλη από τη λέξη Χριστιανός (> λατ. Christianus > γαλλ. crétin), που χρησιμοποιήθηκε ευφημιστικά (πβ. τα δικά μας αγαθός – αγαθιάρης, ευήθης), για να δηλώσει άτομα μιας περιοχής των ελβετικών Άλπεων που έπασχαν από ένα ενδημικό σύνδρομο τού υποθυρεοειδούς, το οποίο οδηγούσε σε νοητική υστέρηση.
Νεότερη είναι και η λέξη Πρωτοχρονιά, ακολουθώντας στον τονισμό τα πρωτομηνιά, χρονιά κ.ά. Οι αρχαίοι (Έλληνες και Ρωμαίοι) γιόρταζαν κυρίως τις πρώτες ημέρες τού μηνός, τη νουμηνία.
Οι Ρωμαίοι μάλιστα, όταν από το 153 μ.Χ. πρώτος μήνας τού έτους έγινε ο μήνας τού Ιανού, ο Ιανουάριος (αντί τού Μαρτίου, τού μήνα τού Άρεως, με τον οποίο άρχιζε το έτος μέχρι τότε), γιόρταζαν με ιδιαίτερη λαμπρότητα τις καλένδες τού Ιανουαρίου, τη νουμηνία τού Ιανουαρίου που συνέπιπτε με την αρχή τού έτους.
Από αυτές τις καλένδες προήλθαν και τα κάλαντα, που μαρτυρούνται από τον 12ο αιώνα.
Πρωτοχρονιά όμως χωρίς τον Άγιο Βασίλειο (τον Αϊ-Βασίλη) δεν νοείται.
Ο σοφός αυτός ιεράρχης τού 4ου αιώνα, γνωστός όχι μόνο για τη θεολογική του δεινότητα και την ελληνομάθειά του, αλλά (με τα πτωχοκομεία και την όλη φιλανθρωπική του δράση) και ως η ενσάρκωση τού πνεύματος φιλαδελφίας, καλοσύνης και αγάπης προς τον συνάνθρωπο, ιδίως προς τα παιδιά, πήρε τελικά τη μορφή τού καλοκάγαθου γέροντα αγίου που φέρνει τα δώρα στα παιδιά την Πρωτοχρονιά.
Το περίεργο είναι ότι στον αγγλοσαξονικό κόσμο τον ρόλο τού Αι-Βασίλη, τη μορφή και τις ιδιότητές του πήρε ο Άγιος Νικόλαος, ο Santa Claus.
Ο ολλανδικός διαλεκτικός τύπος Sante Klaas (το Klaas είναι συγκεκομμένος τύπος τού Niklaas < Nicolas, πβ. και γερμ. Κlaus = Νικόλαος) έδωσε τον Santa Claus, τον Άγιο Νικόλαο, που (χωρίς να έχει τις αντίστοιχες ιδιότητες) έγινε ο Αϊ-Βασίλης τής Πρωτοχρονιάς!
Κάτι που δεν είναι ευρύτερα γνωστό: Μέχρι τον 4ο αιώνα η φανέρωση τού Χριστού ως ενανθρώπηση τού Λόγου τού Θεού, η θεοφάνεια ή η επιφάνεια (< ἐπεφάνη ὁ Θεός) συνεορταζόταν με τη Γέννηση σε κοινή εορτή (Γεννήσεως και Βαπτίσεως) την 6η Ιανουαρίου.
Τον 4ο αιώνα η μεν Γέννηση μετακινήθηκε στην 25η Δεκεμβρίου, η δε Βάπτιση παρέμεινε την 6η Ιανουαρίου. Έτσι τα Χριστούγεννα διαφοροποιήθηκαν εορτολογικά από τα Θεοφάνια ή τα Επιφάνια.
(Επ’ ευκαιρία, η ορθή γραφή τής λέξης Θεοφάνια, αφού πρόκειται για εορτή, είναι με -ι-, πβ. τα Πύθια, τα Ίσθμια· το ίδιο ισχύει και για τα Επιφάνια). Ας σημειωθεί ότι ο πρόδρομος και βαπτιστής τού Χριστού φέρει το χαρακτηριστικό όνομα «ο έχων την εύνοια τού Θεού», αυτό που σημαίνει σε ελεύθερη απόδοση το εβραϊκής προέλευσης όνομα Ιωάννης.
Τέλος, το κορύφωμα των Θεοφανίων, η εν είδει περιστεράς κατάβαση τού Αγίου Πνεύματος στον Χριστό, αναδεικνύει γλωσσικά μια από τις πιο χαρακτηριστικές λέξεις τής Ελληνικής, τη λέξη πνεύμα.
Η λέξη αυτή (παράγωγη τού πνέω) δήλωσε τις δύο κύριες λειτουργίες τού ανθρώπου: τη ζωή μέσω τής πνοής ή αναπνοής και τη νοητική ικανότητα, τη νόηση και δια-νόηση τού ανθρώπου.
Αυτήν ακριβώς τη δεύτερη ιδιότητα τού ανθρώπου ο Παύλος, ο μεγαλύτερος διανοητής τού Χριστιανισμού, τη θεωρεί την κατ’ εξοχήν ιδιότητα που συνδέει τον άνθρωπο απευθείας με τον Θεό, αφού ο άνθρωπος είναι πάνω από όλα «ναός τού πνεύματος τού Θεού».»