Να μην συμμετάσχει σε χειρουργικές επεμβάσεις αποφασίστηκε για τον γιατρό που είχε καταδικαστεί τον Μάιο του 2022 από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης σε φυλάκιση 4 ετών (προς 5 ευρώ/ημερησίως) για τον θάνατο ενός 24χρονου από την Κεραμωτή Καβάλας, ύστερα από χειρουργική επέμβαση τοποθέτησης γαστρικού δακτυλίου (δείτε την υπόθεση ΕΔΩ και ΕΔΩ).

 

Ο γιατρός έχει καταδικαστεί πέρα από την υπόθεση του 24χρονου και για έναν άλλον θάνατο μιας 42χρονης σε παρόμοια επέμβαση, ενώ τώρα η απαγόρευση χειρουργείων έγινε επειδή κατηγορείται ξανά, αυτή τη φορά για το θάνατο της 14χρονης Γεωργίας από την Επανομή Θεσσαλονίκης, τον Ιούνιο του 2021. 

 

Η απαγόρευση ισχύει μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης της 14χρονης, ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου.

 

Συνεκτιμώντας τις δύο προηγούμενες καταδίκες του ίδιου κατηγορούμενου χειρουργού, αποφασίστηκε να του θέσουν τον παραπάνω περιοριστικό όρο (εκτός από την χρηματική εγγυοδοσία που του είχε επιβληθεί μετά την απολογία του σε ανακριτή), παραπέμποντάς τον παράλληλα σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου για την πράξη της θανατηφόρας έκθεσης.

 

Το Συμβούλιο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υφίσταται κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων εκ μέρους του κατηγορούμενου και δη όμοιων με αυτά για τα οποία κατηγορείται, για την αποτροπή του οποίου είναι πρόσφορη και αναγκαία η επιβολή σε αυτόν και του περιοριστικού όρου της απαγόρευσης διενέργειας χειρουργικών επεμβάσεων, δηλαδή οποιασδήποτε (άμεσης) επέμβασης πάνω στο ανθρώπινο σώμα για οποιαδήποτε αιτία καθώς και της συμμετοχής του σε χειρουργικές διαδικασίες καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ομοίως μέχρι την οριστική εκδίκαση της υπόθεσης.

 

 

Η τεκμηρίωση του περιοριστικού όρου

 

«Ο περιοριστικός όρος κρίνεται πρόσφορος για την αποτροπή του κινδύνου τέλεσης νέων εγκλημάτων, καθώς η συμμετοχή του στη χειρουργική διαδικασία αποτέλεσε την καίρια συνθήκη τέλεσης των αποδιδόμενων σε αυτόν πράξεων εκ μέρους του. 

 

Συντρέχουν δε επαρκείς ενδείξεις ότι προέβη σε αυτές όχι απλά και μόνο στο γενικό πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων του ως γιατρού αλλά – έτι περαιτέρω – ακριβώς κατά τη διενέργεια χειρουργικών επεμβάσεων στους ασθενείς του, οι οποίοι εν τέλει αποτέλεσαν και τα θύματα των διωκόμενων αξιόποινων πράξεών του»

αναφέρεται στο παραπεμπτικό βούλευμα.

 

Συνεχίζοντας την τεκμηρίωση του σκεπτικού τους, οι δικαστές του Δικαστικού Συμβουλίου επισημαίνουν: 

«Περαιτέρω, δέον να σημειωθεί ότι από τα δυνάμενα να επιβληθούν μέτρα αποτροπής του κινδύνου τέλεσης νέων εγκλημάτων, η απαγόρευση στον κατηγορούμενο διενέργειας χειρουργικών επεμβάσεων είναι το ηπιότερο, λαμβανομένης υπόψη της φύσης του ιατρικού επαγγέλματος και του τρόπου άσκησης αυτού, συγκριτικά με αυτό της εν γένει απαγόρευσης άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος, αφού αφορά μόνον σε ασθενείς για τους οποίους κρίνεται άμεση και επιβεβλημένη η επέμβαση στο σώμα τους, προϋποθέτει την πλήρη έκθεση του σώματος του ασθενούς στον γιατρό και δεν εμπεριέχει άλλες ιατρικές πράξεις (π.χ. κλινική εξέταση, διάγνωση, συνταγογράφηση), ενώ τέλος κρίνεται και ανάλογο σε στενή έννοια για την επίτευξη του σκοπού για τον οποίο επιβλήθηκε […] συγκριτικά με το δημόσιο συμφέρον, σταθμιζόμενο βάσει της αναμενόμενης ποινικής κύρωσης, της βαρύτητας των αποδιδόμενων στον κατηγορούμενο αδικημάτων, της αποδοτικότητας του μέτρου και της έντασης των ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου».

 

Ο κατηγορούμενος γιατρός είχε αφεθεί ελεύθερος μετά την απολογία του το περασμένο καλοκαίρι υπό τον όρο της καταβολής εγγυοδοσίας 10.000 ευρώ, αρνούμενος την πράξη, ενώ φέρεται να είχε ισχυριστεί ότι ενήργησε σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, επικαλούμενος την εμπειρία του σε τέτοιους είδους επεμβάσεις.

 

Πλαστογράφησε την υπογραφή της 14χρονης

 

Για την υπόθεση της 14χρονης Γεωργίας, ο ίδιος παραπέμπεται να δικαστεί – επιπλέον – για τις πράξεις της πλαστογραφίας και της υπεξαγωγής εγγράφου, σε βαθμό πλημμελήματος. 

 

Η πρώτη, κατά το κατηγορητήριο, συνδέεται με την υπογραφή της ανήλικης ενόψει του χειρουργείου την οποία φέρεται να πλαστογράφησε, ενώ η δεύτερη με το οπτικό υλικό (βίντεο) από την επέμβαση, όταν αυτό ζητήθηκε από τους γονείς της ανήλικης ενόψει της προσφυγής τους στην Ποινική Δικαιοσύνη.