γράφει ο

Βύρων Δημητριάδης

 

“...Ας επαναδιατυπώσουμε το πρόβλημα. Πώς μπορούμε να αντιληφθούμε μια κοινωνία που δεν είναι σχέση μεταξύ ατόμων και κατά συνέπεια δεν έχει το άτομο ως βασική μονάδα;

 

Σε μια τέτοια κοινωνία πώς γίνεται πραγματικότητα η οικονομική ζωή αν η συνεργασία και η ανταλλαγή

-και οι δύο σχέσεις διαπροσωπικές- είναι αδύνατες;

 

Πώς μπορεί να αναδυθεί η εξουσία, να ελεγχθεί και να κατευθυνθεί προς χρήσιμους σκοπούς, αν δεν υπάρχουν άτομα να εκφράσουν τις βουλήσεις και τις επιθυμίες τους;

 

Και τι είδους ανθρώπινα όντα υποτίθεται πως θα συγκροτήσουν αυτή την κοινωνία αν δεν έχουν συνείδηση του εαυτού τους και αν η συνείδησή τους δεν επιφέρει τη σύνδεσή τους με τους άλλους;

 

Για ανθρώπους προικισμένους με το είδος της συνείδησης που γνωρίζουμε, κάτι τέτοιο είναι πραγματικά αδύνατο...” -διδάσκει ο Καρλ Πολάνυι σε μια από τις διαλέξεις του στο Institute of Political Economy στο Λονδίνο (1935) για την “Ουσία του Φασισμού” συγκεντρωμένες στο βιβλίο: “Ο Φασιστικός Ιός” (2021).

 

Εκτός της θεωρητικής έχουμε και την πρακτική, τη θατσερική διατύπωση: “Δεν υπάρχουν κοινωνίες, μόνο άτομα... και οικογένειες” που μας εξοπλίζουν τόσο όσο χρειάζεται ώστε να είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε ανάλογες “λογικές” που περνούν απαρατήρητες ως κανονικότητες:

 

“Όχι. Δεν το σκέφτηκα”, απάντησε ορθά κοφτά λες και περίμενε την ερώτηση: “...Αναγνωρίζοντας ότι υπάρχει πολιτική ευθύνη για το σκάνδαλο των υποκλοπών, ως άμεσος πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ, σκεφτήκατε να παραιτηθείτε;...”.

 

Σε αυτό το μέρος της ερώτησης της Ράνιας Τζίμα, ο Κούλης ο Μητσοτάκης απάντησε: “Όχι. Δεν το σκέφτηκα.”

 

Αναμενόμενη, θα έλεγε κανείς, η απάντηση έχοντας υπόψη του ότι “Δεν κρύβεται. Αποφασίζει” (δες θασιακή 29/11/22) όπου είχα αναφερθεί στη Νομική Φιλοσοφία του Καρλ Σμιτ:

“...Σε μία από τις πλέον διάσημες -ή διαβόητες- προτάσεις του ο Καρλ Σμιτ (ο Θεωρητικός και Νομικός του Γ' Ράιχ) ισχυρίστηκε ότι “...Κυρίαρχος είναι όποιος αποφασίζει για την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης...”.

 

Η κατάσταση ανάγκης, η εξαίρεση, δεν μπορούσε να υπαχθεί σε νομικές έννοιες, συνεπώς αποκάλυπτε το γεγονός πως η όλη έννομη τάξη βασιζόταν σε μια απόφαση.

 

Οι κανόνες ίσχυαν σε μια κανονική κατάσταση. Η αυθεντία, που ήταν σε θέση να αναγνωρίσει και να χειριστεί την εξαίρεση, βρισκόταν εν τέλει στην καρδιά κάθε γνήσιας έννομης τάξης…

 

Ο Σμιτ προσπάθησε να θεμελιώσει ένα αυταρχικό, ενοποιημένο κράτος με αδιαίρετη κυριαρχία σε μια κανονιστική αθεμελίωτη απόφαση.

 

Εισάγοντας ξανά την κοινωνιολογική πραγματικότητα της ισχύος και της κρατικής εξουσίας υποστήριξε τον “ντεσιζιονισμό” (Dezisionismus: αποφασιοκρατία), δηλαδή την άποψη ότι δεν έχει σημασία το πώς και ποιες αποφάσεις λαμβάνονται, αλλά το ότι απλώς λαμβάνονται...

 

Σύμφωνα με αυτήν, δεν μπορεί να υπάρξει γενικά δεσμευτική αιτιολόγηση με βάση αξίες ή ηθικές θέσεις... είναι αποφάσεις άμεσες, χωρίς περίσκεψη, χωρίς προβληματισμό, χωρίς διάλογο, χωρίς ενσυναίσθηση, από τις ολιγαρχικές-φασιστικές ηγεσίες...”.

 

Όμως η ερώτηση της δημοσιογράφου που τιμά το λειτούργημα ολοκληρώνεται ως εξής: “...Ο κ. Δημητριάδης που παραιτήθηκε δεν ήταν πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ, δεν ήταν καν πολιτικό πρόσωπο.

 

Σκεφτήκατε να κάνετε ό, τι έκανε ο Τζόνσον στη Μ. Βρετανία, ο Κουρτς στην Αυστρία, ο Νίξον στις ΗΠΑ, ο Β. Μπραντ στη Γερμανία, ή μήπως η δική μας δημοκρατία είναι υποδεέστερη;...”.

 

Τώρα, όμως, που η “πολιτική ευθύνη” συσχετίζεται με τον βαθμό ποιότητας της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, η απάντηση: “Όχι. Δεν το σκέφτηκα”, ξεφεύγει από την εμβέλεια της νομικής “Αποφασιοκρατίας” και περνά υπό την βαρυτική έλξη της αρχής της “Εχθρότητας” και της κατασκευής του “εσωτερικού εχθρού” (βλ: Η Κοινωνία ως “εσωτερικός εχθρός” στη θασιακή 12/2021).

 

Σε αυτό το πλαίσιο η απάντηση παίρνει τα χαρακτηριστικά της ενστικτώδικης αντίδρασης μπροστά στον κίνδυνο: σηκώνει, λοιπόν, το πόδι και μας κατουρά -ενέργεια κατ’ αρχήν περιχαράκωσης του φιλικού από τον εχθρικό χώρο, που, 

βεβαίως, χρησιμοποιεί συνέχεια τα τελευταία τέσσερα χρόνια.

 

Εδώ πράγματι εργαλειοποιούμε τον Βιταλισμό προκειμένου να εξηγήσουμε πολιτικαντισμούς νεοφιλελέδων και όχι μόνο.

 

Εξάλλου, στο κλίμα του Βιταλισμού μας έμπασε και η απάντηση(;) του γ.γ του Ιερατείου του Περισσού: “...Να πω στον κ. Τσίπρα να μην ξύνεται. Γιατί πολύ ξύνεται στην γκλίτσα του τσομπάνη...” -φράση που κι αυτός επαναλαμβάνει συνέχεια- ίσως γιατί κυριολεκτεί.

 

Σε αυτή την περίπτωση η “Ζωτικοκρατία” (Vitalism: όρος που προέρχεται εκ της λατινικής vita: ζωή, είναι μια φιλοσοφική θεωρία της Φυσιολογίας η οποία υποστηρίζει την ύπαρξη μιας ζωτικής αρχής ή ζωτικής δύναμης, της vis vitalis, η οποία δημιουργεί όλες τις ζωτικές λειτουργίες των έμβιων οργανισμών) είναι ορατή διά γυμνού οφθαλμού: είναι η δύναμη της συνήθειας, έχει εθιστεί στο να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως “τσομπάνη” ο οποίος, με τη βοήθεια της γκλίτσας (Δημοκρατικός Συγκεντρωτισμός) το Ιερατείο κρατά το ποίμνιο εντός της στάνης της δογματικής πίστης (Δικτατορία του προλεταριάτου) φέρνοντας προς μια ολοκληρωτική κατάσταση πραγμάτων.

 

“...Η φασιστική φιλοσοφία -συνεχίζει ο Πολάνυι- εσκεμμένα περνάει σε άλλα επίπεδα συνείδησης, κάτι που φαίνεται από δύο έννοιες, τον βιταλισμό και τον ολοκληρωτισμό.

 

Ως βιοκεντρική φιλοσοφία ο βιταλισμός προέρχεται από τον Νίτσε και ο ολοκληρωτισμός από τον Χέγκελ.

 

Αλλά οι έννοιες αυτές δεν εκφράζουν απλώς δύο συστήματα σκέψης, υποδεικνύουν συγκεκριμένους τρόπους ύπαρξης...

 

Ο βιταλισμός αντιπροσωπεύει το ζωώδες επίπεδο μιας πιο σκοτεινής και πιο υλικής συνείδησης. Ο ολοκληρωτισμός συνεπάγεται μια πιο αόριστη, πιο θολή και κενή συνείδηση.

 

...Ο σημερινός φασισμός ταλαντώνεται διαρκώς ανάμεσα στους δύο πόλους του βιταλισμού και του ολοκληρωτισμού.

 

Και οι δύο πετυχαίνουν να εδραιώσουν το βασικό προαπαιτούμενο της φασιστικής φιλοσοφίας: την αντίληψη ότι η κοινωνία δεν είναι σχέση μεταξύ ατόμων...

 

Στη γερμανική σκηνή ο φασισμός αποκαλύπτει με τη μεγαλύτερη συνέπεια τη βιταλιστική του κλίση. Ο φυλετισμός και ο μυστικισμός είναι τα επακόλουθα αυτής της εξέλιξης. 

 

Επιτρέπουν στον βιταλισμό να υλοποιήσει δύο βασικά προαπαιτούμενα του κορπορατικού καπιταλισμού τα οποία ο ίδιος αποτυγχάνει να εκπληρώσει: τη τεχνολογική ορθολογικότητα και τον εθνικισμό...

 

Οι φιλελεύθεροι της σχολής Μίζες (και Χάγιεκ)... ανέχονται τον φασισμό ως προστάτη των φιλελεύθερων οικονομικών από την αντιπροσωπευτική δημοκρατία.

 

Ουσιαστικά υπάρχουν δύο λύσεις: ή επέκταση της δημοκρατικής αρχής από την πολιτική στην οικονομία, ή η κατάργηση της δημοκρατικής “πολιτικής σφαίρας”  συλλήβδην...

 

Με την κατάργηση της δημοκρατικής πολιτικής σφαίρας απομένει μόνο η οικονομική ζωή. Αυτή είναι η φασιστική λύση...

 

Σε αυτή τη δομική τάξη πραγμάτων οι άνθρωποι θεωρούνται παραγωγοί και μόνο παραγωγοί...” είναι δηλαδή οι σύγχρονοι “homo oeconomicus” της νεοφιλελεύθερης οικονομίας της αγοράς.

 

Τόσο ο βιταλισμός όσο και ο ολοκληρωτισμός εκτός του ότι μας βοηθούν να καταλάβουμε, ας πούμε, γιατί ο Κούλης ως νεοφιλελές πρωθυπουργός κατηγορεί τους συγγενείς των 57 θυμάτων της πολιτικής του να εντάξει και τα ΜΜΜ στην οικονομία της αγοράς, ότι δήθεν εργαλειοποιούν τους νεκρούς τους, θα μας βοηθήσουν και στην περίπτωση της διαδικασίας των διερευνητικών εντολών ώστε, κάποια στιγμή, να πάψουμε να νιώθουμε ζώα κεφαλοκλειδωμένα προς πάχυνση στην οργουελική φάρμα.