Στο δημόσιο διάλογο που έχει αναπτυχθεί τις τελευταίες ημέρες στον απόηχο των δηλώσεων του Θάσιου συγγραφέα Βασίλη Βασιλικού παρεμβαίνει με τον δικό του τρόπο ο τέως δήμαρχος Θάσου Κώστας Χατζηεμμανουήλ. 

 

Συγκεκριμένα ο κ. Χατζηεμμανουήλ αναφέρει:

 

Διακόσια  χρόνια πριν ο Ερρίκος Χάινε έγραφε «Όπου καίγονται βιβλία, εκεί είναι μοιραίο κάποια μέρα να καούν και άνθρωποι». Έναν αιώνα αργότερα, τα μεσάνυχτα της 10ηςΜαΐου 1933, Γερμανοί φοιτητές, αφού έκαναν μία λαμπαδηφορία στο Βερολίνο, συγκέντρωσαν απέναντι από το πανεπιστήμιο και έβαλαν φωτιά σε έναν τεράστιο σωρό από βιβλία εξ αιτίας του περιεχομένου τους.  

 

Προυστ, Αϊνστάιν, Φρόιντ, Στέφαν Τσβάιχ, Ζολά, Ρεμάρκ, Τόμας Μαν και πολλών άλλων τα βιβλία έγιναν στάχτη, κάτω από εθνικοσοσιαλιστικά άσματα και ναζιστικούς χαιρετισμούς.     

 

Ο κόσμος ξαναζούσε την «Αντιμεταρρύθμιση» του 16ου, 17ου αιώνα, την Ιερά Εξέταση και το «Index Librorum Prohibitorum», τον κατάλογο απαγορευμένων βιβλίων που κρίνονταν από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία επικίνδυνα για τις ιδέες και απόψεις τους.

 

Παρακολουθώ τις τελευταίες μέρες, στον τύπο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης το θέμα προς γνωμοδότηση από την Τοπική Κοινότητα Καβάλας για τη «Μετονομασία της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Καβάλας από «Βασίλης Βασιλικός» σε «Λευτέρης Αθανασιάδης», εξαιτίας της άποψης που εξέφρασε ο συγγραφέας Βασίλης Βασιλικός, ένας από τους σημαντικότερους λογοτέχνες της γενιάς μας, με διεθνή αποδοχή και ακτινοβολία, σχετικά με τα δικαιώματα των κρατουμένων σε μια ευνομούμενη πολιτεία.

 

Μικρή σημασία έχει αν κάποιοι συμφωνούν ή διαφωνούν με την άποψή του. Αυτό που τρομάζει, είναι η στάση ενός θεσμικού οργάνου «τιμωρού» της ελευθερίας της έκφρασης του πολίτη.

 

Ένιωσα την ανάγκη να πάρω μέρος στον δημόσιο διάλογο για το θέμα αυτό, φέρνοντας στο φως τους πιο σκοτεινούς συνειρμούς που γεννήθηκαν μέσα μου εξ αιτίας του, γιατί στο φως δεν εκκολάπτεται το αυγό του φιδιού.

 

Θυμίζουμε ότι ο τέως δήμαρχος είχε παραχωρήσει συνέντευξη στον Θάσιο συγγραφέα και στην πολιτιστική εκπομπή του στην ΕΡΤ «Άξιον Εστί», μέσα στο Αρχαιολογικό μουσείο της Θάσου.