Η κλιματική κρίση προκαλεί ακραία καιρικά φαινόμενα και επηρεάζει πολλαπλά τα φυσικά οικοσυστήματα με απρόβλεπτες συνέπειες για τις σύγχρονες κοινωνίες.

 

Ένα από τα απότοκα των νέων κλιματολογικών συνθηκών είναι οι φωτιές που προκαλούνται από κεραυνούς σε δάση της αλπικής ή της υποαλπικής ζώνης, δηλαδή στα μεγάλα υψόμετρα των βουνών.

 

Βεβαίως κεραυνοί πάντα έπεφταν, ωστόσο πια έχουν αποκτήσει έναν νέο σύμμαχο που δεν είναι άλλος από την παρατεταμένη ξηρασία. Μια σπίθα αρκεί για να πυροδοτήσει την ξερή χαμηλή βλάστηση και η φωτιά να ξεκινήσει το καταστροφικό της έργο.

 

Ο επικεφαλής των δράσεων για τις δασικές πυρκαγιές της WWF Ελλάδας, Ηλίας Τζηρίτης, μιλώντας στη Voria.gr είναι ξεκάθαρος: «Οι φετινές πυρκαγιές που προκλήθηκαν από κεραυνούς σε δάση σε αλπικό υψόμετρο, όπως στο όρος Όρβηλος, στο Παγγαίο, στον Όλυμπο, στο Μενοίκιο, στο Φαλακρό, χτυπούν ένα ηχηρό καμπανάκι κινδύνου για το άμεσο μέλλον». 

 

Ο κ. Τζηρίτης μετά από αυτοψίες που πραγματοποίησε τόσο στο όρος Όρβηλος στην περιοχή των Σερρών όσο και στο Παγγαίο στον νομό Καβάλας επισημαίνει ότι η φωτιά σε τέτοια υψόμετρα έχει τα δικά της χαρακτηριστικά για αυτό και, όπως λέει, απαιτεί μια διαφορετική αντιμετώπιση στην πυρόσβεσή της.

 

 

«Φωτιές από κεραυνούς σε μεγάλα υψόμετρα πάντα ξεσπούσαν όμως δεν έπαιρναν μεγάλη έκταση και δεν έκαιγαν την κόμη των δέντρων, παρά μόνον τη χαμηλή βλάστηση που οικολογικά είναι καλό. Το πρόβλημα όμως ξεκινά από την ξηρασία. Τα οικοσυστήματα γίνονται πιο ευάλωτα, οι πυρκαγιές επεκτείνονται και καίνε για πολλές ημέρες. Με τις συνθήκες που φέρνει η κλιματική αλλαγή θα πρέπει να έχουμε στον νου μας ότι τέτοιες πυρκαγιές σε υψηλά υψόμετρα θα γίνουν πιο συχνή πραγματικότητα σε σχέση με το παρελθόν», προσθέτει.

 

Σύμφωνα με τον ίδιο, οι πυρκαγιές που ξέσπασαν φέτος στα δάση της Βόρειας Ελλάδας έκαψαν βλάστηση η οποία δεν έχει φυσικούς μηχανισμούς αναγέννησης και εξηγεί:

 

«Σε περίπτωση που καεί η κόμη των δέντρων αυτά δεν αναγεννιούνται με φυσικό τρόπο, αρά έχουμε μια οικολογική απώλεια. Για παράδειγμα στο Μενίκιο και στον Όρβηλο σε κάποια σημεία τα δέντρα νεκρώθηκαν και δεν θα μπορέσουν να επανέλθουν. Αυτά τα οικοσυστήματα δεν έχουν στον φυσικό τους κύκλο τη φωτιά ως έναν μηχανισμό αναγέννησης, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στα δάση με πεύκα σε χαμηλότερα υψόμετρα».

 

Κατά τον κ. Τζηρίτη, ένας παράγοντας που κάνει τα δάση περισσότερο ευάλωτα είναι το γεγονός ότι έχουν αρχίσει να φθίνουν παραγωγικές δραστηριότητες όπως η υλοτομία και η κτηνοτροφία που κρατούσαν την καύσιμη ύλη σε χαμηλά επίπεδα. 

 

«Μπορεί να ακούγεται οξύμωρο αλλά αυτές οι δραστηριότητες είναι η καλύτερη αντιπυρική προστασία για αυτά τα οικοσυστήματα. Όσο αυτές εγκαταλείπονται, τα δασαρχεία ερημώνουν από προσωπικό και από μέσα και όσο η κλιματική αλλαγή δημιουργεί δυσμενείς συνθήκες τόσο θα αυξάνονται και θα μεγαλώνουν οι πυρκαγιές», επισημαίνει.

 

Ο επικεφαλής των δράσεων για τις δασικές πυρκαγιές της WWF Ελλάδας υπογραμμίζει ότι φέτος χτύπησε ένα καμπανάκι κινδύνου και επισημαίνει ότι το κράτος και οι φορείς πρέπει να εστιάσουν στο θέμα του αντιπυρικού σχεδιασμού έχοντας διαφορετικά σχέδια αντιμετώπισης ανάλογα με τις ανάγκες κάθε δασικής έκτασης. 

 

«Η συμπεριφορά της φωτιάς στα μεσογειακά οικοσυστήματα είναι διαφορετική από τα αλπικά. Για παράδειγμα στον Όρβηλο η φωτιά μαινόταν έναν μήνα και έκαψε 12.000 στρέμματα ενώ στην Αττική μέσα σε δύο ημέρες κάηκαν 100.000 στρ.» λέει ο κ. Τζηρίτης και συνεχίζει: «Η κάθε φωτιά πρέπει να αντιμετωπίζεται διαφορετικά. Αλλιώς σβήνεις μια φωτιά στην Πελοπόννησο και αλλιώς στο Φαλακρό. Δεν σβήνει πάντα μια φωτιά με εναέρια μέσα. Πρέπει να ενημερωθεί και ο κόσμος για την αντιμετώπισή της καθώς το κάθε μέρος έχει την ιδιαιτερότητά του».

 

Τονίζει δε πως οι φωτιές δεν πρέπει να σβήνονται με βάση τα πολιτικά κριτήρια αλλά με βάση τα επιστημονικά.

 

Για το έμπειρο στέλεχος της WWF Ελλάδας, μετά από κάθε φωτιά θα πρέπει να αξιολογούνται όλα τα δεδομένα και να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα έτσι ώστε να αποτραπεί ή να αντιμετωπιστεί πιο έγκαιρα την επόμενη φορά.

 

Φέρνει για παράδειγμα το Παγγαίο, λέγοντας ότι αν υπήρχαν διαθέσιμες δεξαμενές μέσα στο δάσος και πιο εύκολη πρόσβαση θα χρειαζόταν λιγότερος χρόνος για να ανεφοδιαστούν τόσο οι επίγειες όσο και οι εναέριες δυνάμεις και η φωτιά θα αντιμετωπιζόταν εν τη γενέσει της. 

Πηγή: voria.gr