Ρωτώντας πας στην πόλη λένε στη χώρα μας για κάποιον που θέλει να βρει τη λύση που ψάχνει.

 

Το ίδιο έκανε για πολλά χρόνια, χωρίς όμως επιτυχία, μια γυναίκα με ρίζες από τον Λιμένα της Θάσου η οποία ζει και εργάζεται στην Αμερική.

 

γράφει η

Κάτια Γιαννουκάκου

 

Εδώ και χρόνια είχε εκφράσει την επιθυμία να βρει και να συναντήσει τους συγγενείς τής μητέρας της η οποία καταγόταν από τη Θάσο και σε μικρή ηλικία είχε μεταναστεύσει με τους γονείς της στην Αμερική.

 

Εκεί, η μητέρα της παντρεύτηκε κι έκανε τη δική της οικογένεια χωρίς να επιστρέψει στη γενέτειρά της παρά μόνο για διακοπές. Η γυναίκα θυμάται να έρχονται στη Θάσο όταν ήταν πολύ μικρή στο πατρικό της μητέρας της στο παλιό λιμανάκι. Θυμάται να παίζει με τις ξαδέρφες της, όπως και τα προσφυγικά σπίτια που βρίσκονταν στην περιοχή.

 

Από τότε δεν ξαναήρθε με τους γονείς της οι οποίοι δεν βρίσκονται πλέον στη ζωή. Τα χρόνια πέρασαν και το κορίτσι έχασε επαφή με τους συγγενείς της. Η καθημερινότητα δεν άφησε περιθώρια να διατηρηθούν οι σχέσεις μεταξύ τους κι έτσι δεν τους ξαναμίλησε από τότε. Το κορίτσι μεγάλωσε, παντρεύτηκε κι έκανε οικογένεια στη μακρινή χώρα. Ποτέ όμως δεν ξέχασε τους συγγενείς της, τους οποίους μετά από χρόνια άρχισε να αναζητά. Μάλιστα είχε έρθει στο νησί πέντε φορές μέχρι σήμερα προσπαθώντας να ανακαλύψει τα ίχνη τους. Από την πρώτη στιγμή είχε απευθυνθεί στον Δήμο και στα δημοτολόγια προκειμένου να τους εντοπίσει χωρίς ωστόσο να τα καταφέρνει. Όσες φορές ερχόταν στο νησί, πήγαινε στο παλιό λιμανάκι όπου θυμόταν ότι ήταν το πατρικό της μητέρας της. Η περιοχή έχει αλλάξει, δεν υπήρχαν πλέον τα προσφυγικά σπιτάκια τα οποία έχουν γίνει διώροφες και τριώροφες οικοδομές. Δεν υπήρχαν πλέον οι ακακίες και οι μουριές. Το μόνο που ήξερε ήταν η περιοχή που βρισκόταν το σπίτι της μητέρας της και το όνομα του παππού της το οποίο όπως φαινόταν στο πέρασμα των χρόνων και αυτό είχε αλλάξει, οι δεσμοί είχαν χαθεί και γι’ αυτό δεν μπορούσε να βρει την άκρη του νήματος.

 

Αυτή τη φορά ήρθε στο νησί πριν από μερικές ημέρες. Δεν το έβαλε κάτω, καθώς ήταν αποφασισμένη να βρει τις ρίζες της. Οι προηγούμενες άκαρπες προσπάθειες δεν την είχαν πτοήσει και τελικά εκ του αποτελέσματος φαίνεται πως ο επιμένων νικά. Αυτή τη φορά βρήκε το ένα και μοναδικό στοιχείο που την οδήγησε να βρει αυτό που έψαχνε τόσα χρόνια.

 

Στη βόλτα που έκανε στο παλιό λιμανάκι αυτή τη φορά εντόπισε το μνημείο που τοποθέτησε ο Σύλλογος Προσφύγων Μικράς Ασίας και Ανατολικής Θράκης «Άγιος Ιωάννης» λίγο πριν το Καρνάγιο. Εκεί έχουν σκαλιστεί όλα τα ονόματα των προσφύγων που είχαν έρθει στο νησί από τη Μικρά Ασία. Η γυναίκα ενθουσιασμένη εντόπισε το όνομα του παππού της μέσα στους πίνακες του μνημείου. Κάτι που δεν υπήρχε παλιότερα εκεί, αφού ο σύλλογος το είχε τοποθετήσει πρόσφατα για να τιμήσει τη μνήμη τους μετά από ιδέα του Αναστάση Μπίλια.

 

Η γυναίκα αναθάρρησε, είχε βρει ένα σημάδι και με αυτό θα συνέχιζε την προσπάθεια. Ξαναπήγε στον Δήμο με το νέο στοιχείο κι εκεί η υπάλληλος του Ληξιαρχείου της έδωσε την ιδέα να έρθει σε επαφή με τον Αναστάση Μπίλια ο οποίος ίσως να ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να τη βοηθήσει ανατρέχοντας στα αρχεία του συλλόγου.

 

Ο Αναστάσης πράγματι μετά από πολλή προσπάθεια και ψάξιμο στα αρχεία αλλά και στα μέλη του συλλόγου κατάφερε να ξεπλέξει το κουβάρι και να βρει την οικογένεια της που τόσο αναζητούσε η γυναίκα από την Αμερική.

 

«Πήρα τις σημειώσεις μου, τις λίστες των προσφύγων που είχαν έρθει το 1921 με 1922 και όντως τα ονόματα του παππού της και της γιαγιάς της αλλά και της μητέρας της και των άλλων τριών παιδιών της οικογένειας ήταν καταγραμμένα. Ένοιωσα όμορφα που ήμουν σε θέση να βοηθήσω την κυρία.

 

Την ρώτησα εάν είχε ξανάρθει και μου είπε ναι 5 φορές αλλά δεν βρέθηκε κάνεις να την βοηθήσει, είχε έρθει στην Θάσο καλοκαιρινή περίοδο και κάνεις δεν την έδινε σημασία.

 

Ήθελε να μάθει για τους πρόσφυγες, για την καταστροφή για την γενοκτονία των Ελλήνων. Είχε έρθει πολύ παλιά με τον Αμερικανό άνδρα της πριν 40 χρόνια αλλά και όταν ήταν μικρούλα και έπαιζε με την ξαδέλφη της την Αντωνία αλλά και με άλλα παιδάκια. Είχε αναμνήσεις, ήταν πολύ διαφορετικός ο Λιμένας και ειδικά το Λιμανάκι που όλα άλλαξαν. Εκείνα τα μικρά προσφυγικά σπιτάκια έγιναν  διώροφα ή τριώροφα τσιμεντένια τέρατα και χώρισαν τις οικογένειες, που έβαζαν στη μέση το ταψί με τις πατάτες και το κόκορα και έτρωγαν με αγάπη όλοι μαζί.

 

Της έλειπε η μητέρα της. Μου είπε ότι όλο το απόγευμα του Σαββάτου καθόταν σε ένα παγκάκι εκεί στην παραλία στο λιμανάκι, αγνάντευε το πέλαγος και θυμόταν τις όμορφες στιγμές. Το εκκλησάκι των Δώδεκα Αποστόλων στο Εβριαόκαστρο όπου πήγαινε με την μητέρα της. Έκλαιγε και την θυμόταν.

 

Πήγαμε στο συνοικισμό όπου θυμόταν ότι ήταν το πατρικό της μητέρας της κι εκεί καταφέραμε να εντοπίσουμε που ήταν.

 

Η όμορφη αυλή με το μικρό προσφυγικό σπιτάκι έχει γίνει σήμερα διώροφη οικοδομή με ένα εστιατόριο στο ισόγειο. Δεν έχει καμία σχέση με το πως ήταν»

 

λέει ο Αναστάσης Μπίλιας.

 

Εκεί ρωτώντας κατάφερε να εντοπίσει τις δυο ξαδέρφες της γυναίκας από την Αμερική τις οποίες και συνάντησε επί τόπου. Η τρίτη ξαδέρφη ζει μόνιμα στην Καβάλα και σήμερα Τετάρτη 29 Μαΐου έχει οριστεί το ραντεβού για τη συνάντηση μεταξύ τους. Η πολυπόθητη επιθυμία της γυναίκας να βρει τα κομμάτια της οικογένειας τής μητέρας της πραγματοποιήθηκε χάριν στα αρχεία που διατηρεί ο σύλλογος Προσφύγων Μικράς Ασίας και Ανατολικής Θράκης «Άγιος Ιωάννης» και στις προσπάθειες του Αναστάση.

 

«Ήμουν ο μεταφραστής τους για κάμποση ώρα, τους τα είπε όλα και τους είπε αρκετά, Η Αντιγόνη που έχει και τα κλειδιά από το εξωκλήσι της είπε σήκω να πάμε στους Δώδεκα Αποστόλους να ανάψουμε κερί, τους "υπηρετώ " και τους Δώδεκα, και μετά θα φάμε μαζί.... Δάκρυσε η κυρία από την Αμερική, ήταν πια μια προσφυγοπούλα από το λιμανάκι της Θάσου που βρήκε κι αυτή την φωλιά της.

 

Τους χαιρέτησα και πήγα στην δουλειά μου... ήμουν ευτυχισμένος, ήμουν χαρούμενος....»,

 

καταλήγει ο Αναστάσης.