γράφει ο

Κώστας Παπακοσμάς

 

Σχεδόν ολοκληρώνονται οι εργασίες στο αριστερό τμήμα του δρόμου “ της Μ.Ο.Μ.Α.”, με φορά προς το Παληό, τοποθέτησης δικτύων κοινής ωφέλειας. Αυτό το γεγονός προκάλεσε ένα φυσικό “πεζοδρόμιο”.

 

Πιστεύω ότι η εταιρεία των δικτιών αυτών θα μπορούσε να κατασκευάσει και πεζοδρόμιο στο μικρό αυτό τμήμα αποδεικνύοντας την κοινωνική εταιρική της ευθύνη προς την πόλη και τους πολίτες της..

 

Ο δρόμος αυτός.. ξεπερνά τα πενήντα χρόνια ζωής και έχει την δική του ιστορία.. αλλά και όνομα. Ο δρόμος της Μ.Ο.Μ.Α. η περιμετρική της Κηπούπολης, Καλαμίτσας και Μπάτη συνδέει δυτικά την Καβάλα με το Παληό.

 

Κατασκευάσθηκε από τις Μικτές Ομάδες Μηχανημάτων Ανασυγκροτήσεως (γνωστή με το ακρωνύμιο Μ.Ο.Μ.Α. ) που ήταν μια στρατιωτική υπηρεσία κατασκευαστικού χαρακτήρα η οποία ήταν ενεργή από το 1957 έως το 1992, η Μ.Ο.Μ.Α καταργήθηκε το 1992. Σήμερα ο δρόμος καθημερινά εξυπηρετεί εκατοντάδες αυτοκίνητα. Πριν ένα χρόνο ασφαλτοστρώθηκε από την διασταύρωση με την εθνική οδό, πάνω από τον Μπάτη, μέχρι τις επιχειρήσεις πώλησης οικοδομικών υλικών.

 

Απασχολεί δε την επικαιρότητα εδώ και χρόνια.. κάποτε για τις εναποθέσεις .. σκουπιδιών, για τις φωτιές που είχαμε αλλά και για την επιθυμία των κατοίκων των γύρω περιοχών να αποκτήσει φωτισμό και πεζοδρόμια. Διαχρονικά όλες οι διοικήσεις του Δήμου έχουν κάνει κάτι στον δρόμο αυτό..

 

Περιφράξεις για να μην γίνει σκοπιδότοπος (Κοινοπραξία Δήμου Καβάλας – ΔΕΠΟΣ) πεζοδρόμιο αλλά και θέσεις θέας προς την πόλη, τοποθέτηση φωτιστικών σωμάτων, έργα σημαντικά για την αποφυγή κατολισθήσεων, ασφαλτοστρώσεις κ.α.).

 

Η περιοχή αυτή ήταν γνωστή ως κτήμα ΟΦΜΑΝ ξεκινούσε η ιδιοκτησία του. Το κτήμα του Γερμανού Όφμαν είχε απαλλοτριωθεί το Μάιο του 1954 από το Υπουργείο Γεωργίας, με σκοπό την αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών και κτηνοτρόφων.

 

Το κτήμα (των κληρονόμων) του Γερμανού Αυγούστου Όφμαν εκτεινόταν στις σημερινές συνοικίες και περιοχές Αγίας Παρασκευής, Αγίου Λουκά, ΔΕΠΟΣ, Κηπούπολης, Καλαμίτσας, Μπάτη και Τόσκα, σε μια έκταση 6.500 στρεμμάτων.

 

Το ελληνικό κράτος, ήδη από την απελευθέρωση, της περιοχής το 1913 αμφισβητούσε την κυριότητα του ακινήτου και το διεκδικούσε ως δημόσια περιουσία. Στα χρόνια του Πολέμου 1940-1944 το κτήμα δημεύτηκε και το 1950 περιήλθε στο Δημόσιο ως “εχθρική περιουσία”.