γράφει ο Βασίλης Μυλωνάς

 

Παιδιά, ο χειμώνας έφτασε και λέν’ τα μερομήνια,

η ακρίβεια πάει καλπασμό και πέθανε η φτήνια.

 

Κι από το βράδυ ως το πρωί, το λένε στις ειδήσεις,

ότι αυτό θα είναι, πια, το πρόβλημα της Δύσης.

 

Και πάνε τα συνέδρια, τώρα σερί κορδόνι,

αλλά τη λύση να τη βρει, κανείς δεν κατορθώνει.

 

Κι εγώ τ’ ακούω άναυδος, που τρόπους έχω δύο

ή να κοιμάμαι νηστικός ή να…ψοφώ στο κρύο.

 

Θα πρέπει το πετρέλαιο, ετούτον τον χειμώνα,

να παίρνω, ίσως βερεσέ, σταγόνα τη σταγόνα.

 

Γιατί αν τρώω κανονικά, σουβλάκια και μπριζόλες,

για ζεστασιά πρέπει να καίω, των παπουτσιών τις σόλες.

 

Κι όσο ο Πούτιν, το σκυλί, λυσσάει και δε μερώνει,

δεν ξέρουμε για αύριο, το τι μας ξημερώνει.

 

Αυτός δίνει την αφορμή και άλλοι την αρπάζουν,

οι διαολοκαπιταλιστές, τα είδη ανεβάζουν.

 

Αυτοί μας λένε, φίλε μου, πάει η ευημερία,

κείνα τα φαγοπότια σου, είναι, πια, ιστορία.

 

Κι ενώ σκεφτόμουνα αυτά και έχανα το νου μου,

βλέπω χελιδονοφωλιά, στη στέγη του σπιτιού μου.

 

Και τότε βάζω μια φωνή, γυναίκα, έλα κοίτα,

την κρίση την περάσαμε, τη λύση εγώ τη βρήκα!

 

-Να η χελιδονοφωλιά! Που ’ναι τα χελιδόνια;

Αυτά είναι πιο σοφά από μας, παν κι έρχονται για χρόνια!

 

-Άντρα, για νέο μού το λες, μήπως και δεν το ξέρω,

αντρούλη, μήπως τα ’χασες, νεράκι να σου φέρω;

 

 

-Δεν τα ’χασα, γυναίκα μου, μα μου ’ρθε μια ιδέα,

να φύγουμε τώρα κι εμείς, για να περνάμε ωραία!

 

-Να δούμε μες στο ιντερνέτ, πού παν τα χελιδόνια,

το κρύο να γλιτώσουμε, του Πούτιν τα κανόνια!

 

-Ναι, άντρα μου, αντρούλη μου, χίλια χρόνια να ζήσεις,

να φύγουμε εξάπαντος, απ’ την κόλαση της Δύσης!

 

Κι ανοίγουμε τον χάρτη μας, να η Πολυνησία,

στη μέση του Ειρηνικού, κει θα ’χει ησυχία.

 

Μες στο χειμώνα ζεστασιά, θα ’μαστε όπως εκείνοι,

που άλλοι γυρνούν ξεβράκωτοι και άλλοι με μπικίνι.

 

Μα κει πήγε ένας Γερμανός, πριν μερικά χρονάκια

και δύο τρεις κανίβαλοι, τον έκαναν σουβλάκια.

 

Της λέω πάμε στο Ιράν, την πιάνει ανατριχίλα,

βρε άντρα μου τρελάθηκες, γω να φοράω μαντίλα;

 

-Ε, τότε πάμε στο Σουδάν, αν θες να ζεσταθούμε!

-Αντρούλη μου, δεν το ’μαθες; εκεί πετροβολούνε!

 

-Δίκασαν μια εικοσάχρονη, για…έσχατη μοιχεία,

να την πετροβολήσουνε, όλοι μες στην πλατεία!

 

-Πάμε, αν θέλεις άντρα μου, πέρα στις Σεϋχέλλες!

-Δε θα μας φτάνει η σύνταξη, ούτε για καραμέλες!

 

-Τότε να πάμε γρήγορα, κάτω στην Τανγκανίκα

και τα ευρώ να τα ’χουμε, σημαία…εν τούτω νίκα!

 

-Στη χώρα των Γαδαρηνών, που ’χε πολλά δαιμόνια,

μα τα ξολόθρεψε ο Χριστός, κείνα τα ωραία χρόνια!

 

-Αν θέλεις να μπαρκάρουμε, για τη Βενεζουέλα!

-Άντρα μου, μη το ξαναπείς, γιατί θα μου ρθει τρέλα!

 

-Τότε, λιγάκι πιο κοντά, πάμε αν θες στη Κούβα!

-Όχι, χριστός και Παναγιά, εκεί βάζουν στην κλούβα!

 

-Γυναίκα μου, δεν τρώγεσαι, πάμε στην Κόστα Ρίκα!

-Στον Κώστα Ρίκο, που δερνε, άδικα τη Μαρίκα;

 

Ακόμη δε μας άρεσαν, ούτε τα Εμιράτα,

γιατί απαγορεύονται, τσίπουρα και…γραβάτα.

 

Έτσι, τ’ αποφασίσαμε, με υπογραφή τα δυό μας,

πως θα ξεχειμωνιάσουμε και πάλι στο χωριό μας.

 

Αλλά, για…να τη βγάλουμε, μ’ αυτή τη σύνταξή μας,

θα το πληρώσει το κορμί, μαζί και η ψυχή μας.

 

Τη μία μέρα ζεστασιά, την άλλη μέρα πιάτο

και το ψωμί ολόκληρο και…το σκυλί χορτάτο.

 

Μα, παρευθύς δηλώνουμε, την Άνοιξη σαπέρα,

μπαίνουμε στον διαγωνισμό, στην πρώτη πασαρέλα.