γράφει ο
Βασίλης Μυλωνάς
Είχαμε χύμα, φίλοι μου, ήρθαν και τσουβαλάτα,
η σκόνη μάς εμπούκωσε και γηρατειά και νιάτα.
Έρχετ’ από την Αφρική, απ’ την Έρημο Σαχάρα
και ρίχνει στην ατμόσφαιρα, κιτρινισμένη αντάρα.
Το περιβάλλον μας μουντό, ο ήλιος σκεπασμένος,
δύσκολη η αναπνοή, ο κόσμος σαστισμένος.
Μα, τι κατάρα είν’ αυτή, όπου μας κυνηγάει,
λέτε η φύση βάλθηκε, τον κόσμο να τον φάει;
Γιατί την τυραννήσαμε, τη μάνα μας τη φύση
και όπως πάει, κανέναν μας, όρθιο δε θ’ αφήσει.
Και πού δεν τη λερώνουμε και την τσαλαπατάμε,
αλόγιστα κι ατσούμπαλα, σκουπίδια όταν πετάμε;
Ζεσταίνεται η ατμόσφαιρα, το όζον θριαμβεύει,
το έδαφος ξεραίνεται, κάθε πηγή στερεύει.
Η θάλασσα μολύνεται, πεθαίνουνε τα ψάρια,
σε λίγο θα τα ψάχνουμε, στα όρη…στα νταμάρια.
Οι σίφουνες οργιάζουνε, τα δέντρα ξεριζώνουν,
σπίτια και εργοστάσια, σα φλούδια τα σαρώνουν.
Και μες στη φόρα τους αυτή, «χτυπάνε» τη Σαχάρα
και στην Ευρώπη έρχεται, της σκόνης η λαχτάρα.
Πέφτει εδώ κοντά, σ’ εμάς, μα και στην Ιταλία,
όλες τις Άλπεις ξεπερνά, φτάνει στην Ελβετία.
Και σκέφτομαι, ο φουκαράς, τα ντέρτια τα δικά μας,
όπου προχθές απ’ τη Βουλή, βουίξανε τ’ αυτιά μας.
Μα και τι δεν ακούσαμε, Ζωή Κωνσταντοπούλου,
να λέει για Καραμανλή και γι’ Ασημακοπούλου.
Μιλήσαν όλοι οι αρχηγοί και είπαν τα δικά τους,
αλλά, παιδιά, το βρίσιμο, είχαν στα στόματά τους.
Επίπεδο του παζαριού, και του πεζοδρομίου
κι ουρλιάζανε σαν ένοικοι, κάποιου τρελοκομείου.
Ο Χότζας, λέγαν οι παλιοί, στην αγορά αν κλάνει,
τότε ο κόσμος ο απλός, τι θα ’πρεπε να κάνει;
Και απορώ που δε μιλά, τώρα κανείς για σκόνη,
πώς στην Κυβέρνηση αυτό, κανείς δεν το χρεώνει;
Γιατί το κάθε γεγονός, κρύβει και έναν δόλο,
άσχετα αν μας έρχεται, απ’ τον ουράνιο θόλο.
Γιατί δεν το προβλέψατε, κύρια Μητσοτάκη;
θα ’λεγε ένας απ’ αυτούς, να σώσεις τον κοσμάκη;
Κι ίσως να ξεθαρρέψουνε, τώρα με την Τουρκία,
που δε λαλούν διαπασών, του Ερντογάν τα ηχεία.
Να βρούμε έναν Ιμάμογλου, κατά του Μητσοτάκη!
Μα, τονε βρήκαμε, παιδιά, τον Στέφαν Κασσελάκη.
Τώρα που απολύθηκε, πάει κι αυτή η ευθύνη,
πατάει γκάζι, σύντομα, πρωθυπουργός θα γίνει.
Σκέφτομαι ξανασκέφτομαι, η μύτη μου μπουκώνει,
μήπως τα λόγια τους αυτά, είναι όπως τη σκόνη;
Ίσως φυσήξει άνεμος, τη σκόνη να σκορπίσει
και την αυλή του ο καθείς, να πιάσει να σκουπίσει.
Αυτοί, παιδιά, τα λόγια τους, πώς θα τα ξεσκονίσουν,
τέτοια βρισίδια ανήκουστα, πώς θα τα λησμονήσουν;