Εδώ και λίγες εβδομάδες, η κυριακάτικη εφημερίδα «Το Βήμα» κυκλοφορεί σε τόμους (σε συνέχειες) το νέο βιβλίο με τα απομνημονεύματα του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου. Την περασμένη Κυριακή κυκλοφόρησε το τρίτο μέρος το οποίο είχε αναφορά και σε ένα περιστατικό που συνέβη στην Καβάλα.

 

Σε αυτό το σκέλος των απομνημονευμάτων περιγράφεται την αποτυχημένη απόπειρα του τέως τον Δεκέμβρη του 1967 να ρίξει τη χούντα και την απόδραση από την Καβάλα με ελικόπτερο.

 

Μέσα σε όλα, ο τέως περιγράφει στο βιβλίο του κι ένα περιστατικό που έγινε πολλά χρόνια αργότερα, όταν επισκέφθηκε ως τέως πια βασιλιάς και απλός πολίτης την Καβάλα. Έχει ενδιαφέρον τόσο το πώς περιγράφει το περιστατικό ο ίδιος, όσο και η εκδοχή (και οι επιπλέον λεπτομέρειες) του Βαγγέλη Μπάρμπα (αριστερά στην πάνω φωτογραφία).

 

Ο τέως είχε μείνει με τη σύζυγό του Άννα Μαρία στο Ιμαρέτ. Στην περιοχή αυτή συνάντησε, όπως περιγράφει στο βιβλίο, τον Βαγγέλη Μπάρμπα, τον ιδιοκτήτη τότε του γνωστού «Τεμπελχανείου».

 

Λέει ο ίδιος στο βιβλίο του:

 

‘’Πάντως η ζωή επιφυλάσσει κάθε φορά τους δικούς της τρόπους για να ξεπερνά τα αισθήματα και τις ιστορίες των ανθρώπων. Έτσι έγινε και με μένα όταν σχετικά πρόσφατα με μεγάλη συγκίνηση επέστρεψα στην Καβάλα έχοντας όλα αυτά τα βάρη στο νου και στην ψυχή μου.

 

Τότε, λοιπόν, όταν φτάσαμε στην πόλη και ενώ ήμουν ακόμη στο αυτοκίνητο, βγαίνει ξαφνικά από ένα καφενείο ένας πελώριος τύπος και μας κόβει το δρόμο. «Αμάν, τι θέλει τώρα αυτός» σκέφτηκα.

 

-Είμαι ο Βαγγέλης και είμαι αρχηγός των κομμουνιστών εδώ! είπε, λες και τον είχε ρωτήσει κανείς.

Όπως κατάλαβα αργότερα, ήταν κάτι σαν τοπικός κομματάρχης του ΚΚΕ.

 

-Έχω ένα καφενείο απέναντι, μου είπε. Θα έρθεις να σε κεράσω κάτι;

-Σήμερα δε μπορώ… Θα περάσω όμως αύριο, του απάντησα.

-Εντάξει, μου λέει.

 

Και πράγματι την άλλη μέρα πήγα. Εκείνος με περίμενε μ΄ ένα παράξενο δώρο. Είχε ζωγραφίσει ένα καταπληκτικό στέμμα πάνω σ΄ ένα μαξιλάρι. Στην κορυφή του στέμματος είχε βάλει έναν σταυρό και πάνω από τον σταυρό είχε βάλει ένα σφυροδρέπανο. Ήταν καταπληκτικό! Με το που το είδα έσκασα στα γέλια.

 

-Βρε παιδί μου, πόσο λυπάμαι… Πως την έπαθε έτσι κι έγινες κομματάρχης του ΚΚΕ; του είπα.

-Γιατί εσύ πως την έπαθες κι έγινες βασιλιάς; ήρθε αμέσως η απάντηση.

-Εγώ το κληρονόμησα από τον πατέρα μου.

-Ε… κι εγώ απ΄ τον δικό μου! μου απάντησε γελώντας τρανταχτά.

Ξαφνικά μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ένιωσα σαν να ήμασταν φίλοι μια ολόκληρη ζωή. Συζητήσαμε αρκετή ώρα και η κουβέντα έφτασε και στα γεγονότα της 13ης Δεκεμβρίου.

 

-Όταν έφυγα από την Ελλάδα στις 13 Δεκεμβρίου, έφυγα από το αεροδρόμιο του Αμυγδαλεώνα… εδώ από πίσω, του είπα και του περιέγραψα το σκηνικό που επικρατούσε την ώρα της απογείωσής μας.

 

-Αν δεν μου έλεγες την ιστορία αυτή, δε θα σου έλεγα τι συνέβη σε μένα, μου είπε σε …άπταιστο, πολύ ευχάριστο σε μένα ενικό. Υπηρετούσα τότε εδώ σε μία μονάδα ανεπιθυμήτων και εκείνο το βράδυ είχα βάρδια σ΄αυτό το αεροδρόμιο. Ξαφνικά εμφανίστηκες εσύ.

 

Είχαμε καταλάβει τι γινόταν και είχαμε πάρει μόνοι μας την απόφαση ότι, αν η χούντα προσπαθούσε να σε εμποδίσει ή να σου κάνει κακό, θα ανοίγαμε πυρ!

 

Αυτά μου είπε επί λέξει και ακούγοντάς τον ένιωσα τέτοια συγκίνηση που είπα μέσα μου: «Ακόμα κι αν απέτυχε, μα τω Θεώ, άξιζε τον κόπο. Κομμουνιστές φαντάροι θα άνοιγαν πυρ σε χουντικούς για να προστατεύσουν τον Βασιλιά.

 

 

Η εκδοχή του Βαγγέλη Μπάρμπα…

 

Η συνάντηση όντως έγινε και σε γενικές γραμμές τα πράγματα ήταν κάπως έτσι, όπως αναφέρει ο Βαγγέλης Μπάρμπας. Μόνο που τονίζει ότι ουδέποτε έγινε λόγος περί πρόθεσης των φαντάρων να ανοίξουν πυρ.

 

Η συνάντηση έγινε όντως στο δρόμο όταν αυτός είχε μπλοκάρει με το αυτοκίνητο του τέως μπροστά στο «Τεμπελχανείο». Ο Βαγγέλης Μπάρμπας του είπε «καλωσήρθες αν κι εγώ είμαι από αυτούς που ήθελαν να φύγεις, είμαι κομμουνιστής».

 

Αυτή ήταν η πρώτη επαφή.

 

Την επόμενη μέρα, ο Κωνσταντίνος επισκέφθηκε το καφενείο όπου ο ιδιοκτήτης του, τού έδειξε τη ζωγραφιά που περιγράφηκε στο βιβλίο, χωρίς όμως να του την δώσει. Αυτό έγινε την ημέρα που ο τέως αναχωρούσε. Τότε σταμάτησε με το αυτοκίνητο και του τη ζήτησε.

 

Η συζήτηση που περιγράφει είναι αρκετά ακριβής, όχι όμως και η αναφορά στο πρόσωπο του Βαγγέλη Μπάρμπα ως «κομματάρχη του ΚΚΕ». Δεν ευσταθεί επίσης η αναφορά στην πρόθεση των φαντάρων να ανοίξουν πυρ.

 

Υπάρχει όμως και συνέχεια…

 

Λίγες ημέρες αργότερα ήρθε στην Καβάλα και ο μικρός γιος του τέως μονάρχη, ο Νικόλαος, ο οποίος επισκέφθηκε το «Τεμπελχανείο» και ζήτησε να δει τον Βαγγέλη Μπάρμπα για… να του υποβάλλει τα σέβη του πατέρα του!

 

Η απάντηση του κυρ Βαγγέλη «κούφανε» και τον γόνο του τέως: «Ωχ, αυτό μας έλειπε τώρα, ανοίξαμε παρτίδες με τη βασιλική οικογένεια».