γράφει ο

Βασίλης Μυλωνάς

 

Παιδιά, μήπως τους είδατε; Φέτος πήγαν στο Μπάλι,

να πουν τα λόγια τα παχιά κι ό,τι ο νους σου βάλει.

 

Αυτοί οι περιβόητοι, Τζι είκοσι που λένε,

που μάλλον για κάθε κακό, αυτοί είναι που φταίνε.

 

Μα, πήγανε λίγο λειψοί, κει στην Ινδονησία,

που έναν λοχία έστειλε, κοντά τους η Ρωσία.

 

Έτσι, δεκαεννιάμισι, οι είκοσι γενήκαν,

του εικοστού, για νάρκωση, το φάρμακο δε βρήκαν.

 

Και ενώ άλλος τον παρακαλά και άλλος τονε βρίζει,

ο Πούτιν τις ουκρανικές, τις πόλεις βομβαρδίζει.

 

Και ο λοχίας, ο Λαβρόφ, εξάψαλμο ακούει,

το σκάει απ’ τη Σύνοδο, το ’χει αυτό το χούι.

 

Και μείναν οι δεκαεννιά, να ψιλοσυζητήσουν,

την Τάξη και Ασφάλεια, να αποκαταστήσουν.

 

Θα κάνουν πάλι σχέδια, κι απόφαση θα πάρουν,

εμάς όλους τους υπόλοιπους, πώς θα μας κουμαντάρουν.

 

Αυτοί, παιδιά, είναι είκοσι, εμείς εκατόν ογδόντα,

ναι, τόσα κράτη είμαστε, στον κόσμο τον παρόντα.

 

Μ’ αυτοί οι είκοσι κρατάν, μαχαίρια και πεπόνια

κι εμάς, τους άλλους, τους μικρούς, μας βλέπουν σαν πιόνια.

 

Αλλά γιατί μαζεύονται, τι έχουνε να πούνε,

μην της Ειρήνης φάρμακο, ψάχνουνε για να βρούνε;

 

Μην τους φτωχούς να σκέφτονται, μήπως τους πεινασμένους,

μήπως τους άθλιους της γης και τους κουρελιασμένους;

 

Ή την Κλιματική Αλλαγή, που αυτοί την προκαλούνε,

ευθύνη ο ένας του αλλουνού, ψάχνουνε για να βρούνε;

 

Αυτά όλα κι άλλα πολλά, πράγματι συζητούνται,

αλλά μόλις σκορπίσουνε, σαν όνειρο ξεχνιούνται.

 

Για μείωση εξοπλισμών, συζήτηση θα γίνει,

μα, όπως πάντα, η αύξηση, το πρόβλημά τους λύνει.

 

Και για Ειρήνη οι είκοσι, φαρδιά πλατιά υπογράφουν,

μα αυτοί με αίμα κάθε φορά, τα χέρια τους τα βάφουν.

 

Χαράζουν, του παγκόσμιου, δρόμους, του εμπορίου,

αλλά τα κέρδη ευλογούν, του χρηματιστηρίου.

 

Θα πουν για δικαιώματα, ακούστε, γυναικεία,

αυτά μήπως θα μας τα πει, η Σαουδική Αραβία;

 

Που η γυναίκα γίνεται, στη χώρα αυτή ξεφτίλα,

με πιο καλό δικαίωμα…το ξύλο, τη μαντίλα.

 

Ο Αμερικάνος θα μας πει, μακριά από πολέμους,

αυτός που πάντα έσπερνε, θύελλες και ανέμους.

 

Και ξεσηκώνει, όταν μπορεί, τα τρομερά τσουνάμια,

Γιουγκοσλαβία, διάβαζε, Κορέες, Βιετνάμια.

 

Και ο Κινέζος θα το πει, μέλι η γλώσσα θα τρέξει,

τους Ουιγούρους έχουμε…μη στάξει και μη βρέξει.

 

Τέλος, ο τούρκος θα μας πει, ο παραπονεμένος,

όπου μετά την έκρηξη, πήγε μπαρουτιασμένος.

 

-Αμερικάνε, δέχομαι, τα συλλυπητήριά σου,

μα απ’ τη Συρία απέσυρε, ρε φίλε, τα στρατά σου!

 

-Και ένα άλλο σού ζητώ, να ζήσεις, να γεράσεις,

μην κάνεις εναέριες κι άλλες παραβιάσεις!

 

-Κοίταξε εγώ τι ήσυχα, που κάθομαι στ’ αβγά μου

και αγαπώ και σέβομαι, τον κάθε γείτονά μου!

 

Παιδιά, τέτοιες θ’ ακούσωμε κι άλλες πολλές κοτσάνες,

αλλά οι…Τζίδες θα χτυπούν, χαρμόσυνες καμπάνες.

 

Θα λέει το Ανακοινωθέν: ο κόσμος μας ανθίζει,

προσωρινά ο πόλεμος κι η πείνα μάς (σας) θερίζει.

 

Έτσι, και πάλι βλέπουμε, τους…καραγκιοζοπαίχτες,

αυτούς που για πολλά κακά, του κόσμου είναι φταίχτες.