γράφει η
Μανίνα Ζουμπουλάκη
Δημοσιεύτηκε στην Athens Voice
Έχω παιδικούς φίλους και φίλες στην Καβάλα, κυρίως από το λίγο ονειρικό κομμάτι της εφηβείας (14-19) κατά το οποίο δένεται το ατσάλι, οι χαρακτήρες, αλλά κυρίως οι φιλίες μας. Ανεβαίνω μερικές φορές τον χρόνο στην Ανατολική Μακεδονία και μου δίνουν οδηγίες, φίλες και φίλοι, για το πού θα συναντηθούμε ή πού θα αγοράσω μικρές τσιμούχες για τη βρύση του μπάνιου: όλα είναι απέναντι από τράπεζες, πίσω ή μπροστά από τον ΟΤΕ, δίπλα στο Διοικητήριο, πάνω ή κάτω από φούρνους, ζαχαροπλαστεία, καφέ και μαγαζιά με είδη σπιτιού.
Το κακό είναι ότι ζω πάρα πολλά χρόνια σε άλλα μέρη, κυρίως στην Αθήνα, με αποτέλεσμα να μην θυμάμαι σχεδόν τίποτα – και το «σχεδόν», μια λέξη που δεν συμπαθώ καθόλου επειδή δείχνει δισταγμό, πισωτράβηγμα, τροχάδην επί τόπου… το «σχεδόν» όταν είμαι στην Καβάλα είναι ΤΟ ακριβές, που λένε και οι τηλεφωνήτριες στους ταξιτζήδες (στην Αθήνα).
Οι φούρνοι, τα καφέ και ζαχαροπλαστεία έχουν αλλάξει, συμμαθητές και συμμαθήτριες μου μιλάνε για μέρη τα οποία δεν υπήρχαν τέσσερις δεκαετίες πριν, και αυτά που υπήρχαν έχουν σβηστεί στο νου μου από άλλα, αθηναϊκά μέρη στα οποία συχνάζω, ή τέλος πάντων τα αναγνωρίζω.
Φίλοι που μεγάλωσαν στην ίδια ή σε άλλη επαρχιακή πόλη συμφωνούν – οι εικόνες και οι αναμνήσεις μπαίνουν σαν να στρώνεις ένα κρεβάτι, με πρώτο το ανθεκτικό κάλυμμα-προστατευτικό στρώματος, από πάνω ελαφρύ κατωσέντονο, ακόμα ελαφρύτερο πανωσέντονο, μερικές φορές με τρύπες από την εποχή των τσιγάρων (στο κρεβάτι! Πόσο πίσω μας πάω τώρα!)
Το προστατευτικό στρώματος είναι οι αρχικές εικόνες, αυτές που αντέχουν καθώς ρίχνουμε από πάνω κουβερτάκια, παπλώματα, παπλωματοθήκες, μαξιλαράκια και ό,τι άλλο μας γυαλίζει ως διακοσμητικό.
Έχω ξεφύγει με την παρομοίωση/μεταφορά/γουατέβερ αλλά ήθελα να καταλήξω στο προστατευτικό στρώματος που αντέχει χρόνια και χρόνια: είναι οι ατέλειωτες συζητήσεις της εφηβείας με φίλους/ες, οι παρέες, οι κοπάνες, οι εκδρομές, οι ρήξεις και επανασυνδέσεις, οι έρωτες, οι καταστροφές, τα πάρτυ, οι σχολικές παγωμάρες σε μαθήματα στα οποία δεν είχαμε ιδέα, οι συναντήσεις στο διάλειμμα και/ή για καφέ με πολύ αφρό σε υγρές, συχνά απαγορευμένες καφετέριες, οι βόλτες στην παραλία, η ανάταση των κολλητών, οι εξερευνήσεις άγνωστων γειτονιών, τα βιβλία, οι μουσικές, ταινίες, αναλύσεις, προσεγγίσεις και γενικότερα οι μαγικές εικόνες που σκάνε πολύχρωμες στις αρχές-αρχές της συνειδητοποίησής μας.
Όταν ακόμα δεν έχουμε καταλάβει πολλά, όταν νομίζουμε ότι τα ξέρουμε όλα επειδή είμαστε έτοιμοι για όλα, και όταν το «σχεδόν» δεν τολμάει να σκάσει μύτη πουθενά και για κανένα λόγο.
Το αποτέλεσμα είναι, όσοι ζούμε μακριά από την Ιδιαίτερη Πατρίδα μας να φτιάχνουμε στο μυαλό μας μια Ιδιαίτερη Πατρίδα φωτισμένη καλλιτεχνικά και συναισθηματικά έτσι ώστε… να μην έχει πολλή σχέση με την πραγματικότητα.
Όπως είπε φίλος με πείρα στα συναισθήματα, η Ιδιαίτερη Πατρίδα του μυαλού μας υπάρχει μόνον εκεί, στο μυαλό, ίσως και στην καρδιά/ψυχή μας. Δεν είναι ένας αληθινός τόπος αλλά ένα βαρύ κουβάρι συναισθημάτων τυλιγμένο σε εικόνες που όσο βαθύτερα πας, τόσο λιγότερο ξεθωριάζουν.
Απολαμβάνω την Καβάλα όταν έρχομαι, για πέντε ή εφτά μέρες, σπάνια περισσότερο. Με πιάνει ελαφριά θλίψη όταν πρόκειται να φύγω, μαζεύω τα πράγματά μου στο βαλιτσάκι και τα ξαναβγάζω πάνω στο κρεβάτι, κάνω τροχάδην επί τόπου ως προς τις επόμενες κινήσεις, κατεβαίνω μια τελευταία φορά στη θάλασσα και μου φαίνεται καλύτερη από χθες, που δεν της έδωσα την σημασία της τελευταιό-τητας.
Το φιλτράκι που πήρα για τη βρύση δεν ταιριάζει αλλά το αφήνω, μπας και ασχοληθώ σε επόμενη επίσκεψη, μήπως ξαναβρώ το υδραυλικάδικο πίσω από το στενό που είναι πάνω από την Πλατεία Ομονοίας.
Στο περίπτερο της πλατείας έχω μια εικόνα από τα Σίξτυς: στεκόμαστε με την αδερφή μου μπροστά στο μαυσωλείο του Μεχμέτ Αλή, της μητέρας του αλλά έτσι το λέγαμε τότε.
Φοράμε ζακετούλες με κουμπάκια και παπούτσια με μπαρέτες, που δεν έχει σημασία, πάντα βαριέμαι τα αναμνησιακά, και δεν το αναφέρω επειδή νοστάλγησα τις μπαρέτες (ήταν φριχτές) ούτε το μαυσωλείο ούτε την Πλατεία Ομονοίας της Καβάλας όπως ήταν τότε, κάποτε, πριν αλλάξει κι αυτή κι εμείς: η πλατεία είναι μια χαρά τώρα, καλύτερη, φωτεινή και άσπρη με τεράστια περίπτερα να την αγκιστρώνουν στη γη, όπως όλες οι σωστές πλατείες Ιδιαίτερων Πατρίδων.
Αναφέρω την εικόνα επειδή με δένει με την Ιδιαίτερη Πατρίδα μου, έστω και σαν σκέτη εικόνα που δεν έχει σημασία για κανέναν άλλον. Είναι ένα κομματάκι του προστατευτικού στρώματος αυτή η εικόνα, μαζί με πολλές άλλες, σωστά φωτισμένες, με την κατάλληλη μουσική υπόκρουση και τις μυρωδιές (θάλασσας, ψαράδικων, αλατιού) που την συνοδεύουν.
Και κάνει την Ιδιαίτερη Πατρίδα μου πιο αληθινή για μένα, ακόμα κι αν για άλλο κόσμο είναι σχεδόν αληθινή...