«Τα τελευταία χρόνια γίνονται εγκλήματα και υπάρχει μια παρωδία με την Σούπερ Λιγκ 2. Δεν μπορεί να γίνονται όπως έγινε αυτό με την Καβάλα, είναι έγκλημα, από τη στιγμή που έγινε μια αγοραπωλησία πρέπει να δώσουν την ευκαιρία και τον χρόνο να κάνει μεταγραφές», είπε ο πρώην τερματοφύλακας το ΑΟΚ, Μάκης Γιαννίκογλου

 

Ο Καβαλιώτης τερματοφύλακας τόνισε επίσης ότι: «Βλέπω πως ο πρόεδρος θέλει να κάνει πράγματα, δεν μπορεί να κατηγορήσεις την Καβάλα που έπαιζε με μη επαγγελματίες ποδοσφαιριστές, δεν μπορούσα να κάνει κάτι άλλο. Εγώ πριν φύγω από τη Λιθουανία με ρωτούσαν οι συμπαίκτες τους και γελούσαν με αυτά που γίνονται».

 

Διαβάστε τη συνέντευξη του Μάκη Γιαννίκογλου στη Metrosport: 

 

Στα 28 του χρόνια έχει αλλάξει αρκετές ομάδες. Γεννήθηκε στην Καβάλα τον Μάρτιο του 1993 και μόλις στα 12 του χρόνια μετακόμισε στην Ξάνθη για να αγωνιστεί στις ακαδημίες της ομώνυμης ομάδας. Ο λόγος για τον Μάκη Γιαννίκογλου που αγωνίζεται στη λιθουανική Σούντοβα και δείχνει αποφασισμένος να μείνει στο εξωτερικό για να παίξει ποδόσφαιρο.

 

Αφού πετύχαμε μερικούς γνωστούς, καθίσαμε στο τραπέζι μας και άρχισα να τον ρωτάω. Αν και είναι ντροπαλός, παρόλα αυτά έδειχνε να λύνεται και μίλησε για όλα! Απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις μου. Σχολίασε την πορεία του στη Σούντοβα τον τελευταίο χρόνο, το κρύο που έκανε να συνηθίσει δύο μήνες, αναφέρθηκε στα λάθη που έχει κάνει στην καριέρα του και του στοίχισαν, αλλά την περίοδο στον Ηρακλή που είναι η καλύτερη της ποδοσφαιρικής του καριέρας. Χαρακτήρισε τον Παπαθανασάκη φάντασμα που κατέστρεψε τον Ηρακλή ενώ τόνισε πως ήθελε να μείνει στον Γηραιό ακόμη και στη Σούπερ Λιγκ 2.

 

Επίσης, ο Μάκης Γιαννίκογλου, μίλησε για τη δύσκολη περίοδο που πέρασε στον ΠΑΣ στη δεύτερη θητεία του, εξήγησε γιατί δεν έπαιξε στην ΑΕΚ, ξεχώρισε το κορυφαίο του παιχνίδι ενώ αποθέωσε την συμπεριφορά του Χρήστου Καρυπίδη που τον γνώρισε στην Ομόνοια. Δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στην ομάδα της ιδιαίτερης πατρίδας του, την Καβάλα, αλλά και στο μήνυμα που έγραψε στη φανέλα του τον περασμένο Ιούνιο με αποδέκτες θύματα αποτρόπαιων εγκλημάτων.

 

-Γεια σου Μάκη, τι κάνεις; Πως είναι τα πράγματα στην Λιθουανία;

 

«Η Λιθουανία είναι μια χώρα κρύα αλλά και οι άνθρωποι είναι κρύοι, δεν έχουν το δικό μας ταμπεραμέντο. Είναι καλοί άνθρωποι αλλά θα αργήσουν να σε βάλουν στο σπίτι τους, είναι τυπικοί και ο λόγος τους μετράει. Δεν θα σε πουλήσουν, δεν είναι πονηροί. Έχουν κατάλοιπα από το καθεστώς της Σοβιετικής Ενωσης, είναι καταπιεσμένος λαός. Μένω στο Κάουνας, είναι 25 λεπτά από το Μαριάμπολε. Η πόλη αυτή είναι 25.000 κάτοικοι, εκεί είναι οι εγκαταστάσεις της ομάδας αλλά δεν έχει κάτι να κάνεις, όλοι οι άνθρωποι δουλεύουν όλη την εβδομάδα και δεν βγαίνουν καθημερινά. Οπότε μένω στο Κάουνας που είναι η συμπρωτεύουσα, είναι πιο ζωντανή πόλη, από τον περιφερειακό το αργότερα σε μισή ώρα είμαι στο προπονητικό κέντρο».

 

-Τώρα το πρωτάθλημα τελείωσε. Με την ομάδα σου (Σούντοβα) πετύχατε τον στόχο σας;

 

«Βγήκαμε δεύτεροι, θα παίξουμε στο Κόνφερενς Λιγκ το καλοκαίρι. Ο στόχος ήταν να πάρουμε το πρωτάθλημα, αλλά δεν τα καταφέραμε στο τέλος. Είχαμε κάποιες απώλειες στα δύο παιχνίδια με την Ζαλγκίρις, ήμασταν καλύτερη ομάδα. Αδικήσαμε τους εαυτούς μας, αφού βρεθήκαμε μια φορά με 7 βαθμούς μπροστά και άλλη μια με 5 βαθμούς πάνω από τη Ζαλγκίρις. Προς το τέλος υπάρχει πίεση και από τον πρόεδρο και από εμάς τους ίδιους. Δεν υπάρχει η πίεση της Ελλάδας, μου έχει λείψει η πίεση του κόσμου. Στην αρχή απολάμβανα πως περνάς απαρατήρητος, μετά θες να έχεις την πίεση του ποδοσφαιριστή. Είναι τεράστια η διαφορά της 1ης με την 2η θέση, γιατί η πρώτη οδηγεί στο Τσάμπιονς Λιγκ.

 

Το καλοκαίρι αποκλειστήκαμε από τη Ρακόφ στα πέναλτι στον 2ο προκριματικό του Κόνφερενς Λιγκ, μια ομάδα που ανεβαίνει στην Πολωνία και πήρε το Κύπελλο πέρυσι. Δεν έπιασα κανένα πέναλτι, αν και βρήκα τις γωνίες. Εκανα τρία βράδια να κοιμηθώ μετά από αυτό και αν περνούσαμε θα παίζαμε με τη Ρουμπίν Καζάν. Η ομάδα μου η Σούντοβα είχε καλές πορείες τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη και είχε φτιάξει ένα μέταλλο, απέκλεισε τον ΑΠΟΕΛ και τη Μακάμπι του Ιβιτς στο παρελθόν. Τα τελευταία χρόνια πήρε μια καλή πάστα ποδοσφαιριστών, η Σούντοβα έχει πάρει τρία πρωταθλήματα στα πέντε τελευταία χρόνια.

 

Ο πρόεδρος είναι ίδιος εδώ και πολλά χρόνια, είναι κύριος στις υποχρεώσεις του, αν και στη Λιθουανία θεωρείται δεδομένο. Όταν ακούνε πως στην Ελλάδα αργούν 3-4 μήνες μισθούς, τότε σε κοιτάνε απορημένοι. Εμάς μας καθυστέρησε μια φορά τρεις μέρες τον μισθό και αναρωτιόντουσαν τι έγινε. Εγώ γελούσα με αυτά που έχω ζήσει στην Ελλάδα. Εδώ έχουμε μια νοοτροπία εντελώς διαφορετική, οι Ελληνες ποδοσφαιριστές δέχονται πολλά πράγματα και φταίνε σε πολλά πλέον. Δεν υπάρχει ο ανάλογος σεβασμός στον Ελληνα ποδοσφαιριστή. Μην ξεχνάμε πως αρκετοί Ελληνες ποδοσφαιριστές έχουν κάνει το βήμα παραπάνω και παίζουν στο εξωτερικό».

 

-Πως πήρες την απόφαση να πας σε ένα όχι τόσο γνωστό πρωτάθλημα; Τι ήξερες για την ομάδα;

 

«Δεν ήξερα απολύτως τίποτα για την ομάδα, έψαξα για να μάθω και άκουσα μόνο καλά πράγματα. Στην αρχή δεν ήξερα καν που πέφτει η Λιθουανία (σ.σ. γέλια). Η απόφασή μου ήταν δύσκολη, πέρασα ένα πολύ δύσκολο διάστημα στον ΠΑΣ τον τελευταίο ενάμιση χρόνο πριν πάω στη Λιθουανία. Η ευθύνη είναι στη μέση. Δεν θέλω να πω πως αδικήθηκα, πλήρωσα μια κακή σχέση που είχα στα Γιάννενα (σ.σ. με τον προπονητή τερματοφυλάκων), ίσως θα μπορούσα να είχα χειριστώ κάποιες καταστάσεις διαφορετικά. 

 

Εχασα 1,5 χρόνο ποδόσφαιρο. Ηταν αδιέξοδο να πάω στη Λιθουανία γιατί ήμουν ανενεργός. Ηρθε η πρόταση από τον εκπρόσωπό μου και από τον προπονητή μου στη Σούντοβα, που ήταν βοηθός του Φεράντο στον Βόλο και με ήξερε. Στην αρχή αρνήθηκα αλλά ήταν σημαντικό να πάω να παίξω γιατί σε 1,5 χρόνο στον ΠΑΣ είχα παίξει 5 παιχνίδια, ενώ πήγα για να παίξω. Στη 2η αγωνιστική βγήκα εκτός ομάδας ξαφνικά ενώ ήμουν βασικός στα δύο πρώτα παιχνίδια. H ευθύνη βαραίνει και μένα, δεν αρκεί να είσαι καλός χαρακτήρας. Πρέπει να διαχειρίζεσαι τις καταστάσεις και πλήρωσα κάποιες συμπεριφορές».

 

-Τον Γενάρη επιστρέφεις, πόσα χρόνια έχεις ακόμη συμβόλαιο;

 

«Εχω ακόμη ένα χρόνο συμβόλαιο, είναι όλα ανοιχτά. Λογικά θα είμαι στην πρώτη προπόνηση. Θα ήθελα να κάνω το βήμα παραπάνω, ίσως να πάω σε ένα πιο ανταγωνιστικό πρωτάθλημα».

 

-Πως είναι το πρωτάθλημα εκεί; Τι διαφορές έχει με την Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη;

 

«Το πρωτάθλημα είναι ανοιχτό, μπαίνουν γκολ και οι ομάδες δεν κλείνονται πίσω. Εχει και κάποιες εκπλήξεις. Είναι τέσσερις γύροι των εννέα αγωνιστικών, σύνολο 36 αγωνιστικών. Εχουμε ένα γήπεδο με χόρτο 8.000-9.000 χωρητικότητα, έχουμε δύο γήπεδα με χόρτο για προπόνηση και ένα γήπεδο κλειστό με πλαστικό και 3.000 χωρητικότητα για να γίνονται κάποια παιχνίδια στην αρχή και στο τέλος του πρωταθλήματος, μέσα. Εγώ θα προτιμούσα να παίζω στο εξωτερικό γήπεδο και στους -10».

 

-Από τον Ιούνιο και μετά έχεις και έναν άλλο Ελληνα εκεί μαζί σου. Είναι καλύτερα τα πράγματα με τον Γκαργκαλατζίδη;

 

«Είναι πολύ σημαντικό, περνάμε χρόνο μαζί, βλέπουμε παιχνίδια, τρώγαμε μαζί. Βέβαια τον πρώτο καιρό όταν πήγα μπορεί να ήμουν μόνος μου, δεν υπήρχε χρόνος να σκεφτείς γιατί δώσαμε 21 παιχνίδια μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Εχω πληρώσει τα λάθη μου σε μεγάλο βαθμό, έκανα ένα λάθος και ήμουν για 10 παιχνίδια στον πάγκο».

 

-Στην ομάδα έχεις συμπαίκτη έναν αστέρα του παρελθόντος, τον Χόντα. Πως είναι η συμπεριφορά του και πως είναι ως άνθρωπος;

 

«Ο άνθρωπος έχει παίξει σε 3 Μουντιάλ και είναι σε κλειστό κλαμπ έξι ποδοσφαιριστών που έχει σκοράρει και έχει δώσει ασίστ και στα τρία, αυτό τα λέει όλα. Είναι πολύ ταπεινός, χαμηλών τόνων. Τρομερή εμπειρία, τρομερή ποιότητα παίκτη. Μου έχει πει για το παιχνίδι με την Ελλάδα στο Μουντιάλ, το 0-0. Μου έχει πει για την καλύτερη ομάδα όλων των εποχών της Ιαπωνίας με τον ίδιο, τον Καγκάβα, τον Καβασάκι, που πάντως δεν κατάφερε να κερδίσει τίποτα».

 

-Πόσο καιρό σου πήρε να προσαρμοστείς στο κρύο της Λιθουανίας; Ειδικά σε μια χώρα που έχει χαμηλές θερμοκρασίες αλλά δεν έχει βουνά.

 

«Δύο μήνες έκανα να προσαρμοστώ. Ξυπνούσα και αισθανόμουν μια αδιαθεσία, χωρίς ενέργεια. Επί δύο μήνες τα έβλεπα όλα άσπρα».

 

-Η κατάσταση στο ελληνικό ποδόσφαιρο σε έκανε να φύγεις στο εξωτερικό;

 

«Δεν θα το έλεγα. Πιο πολύ επειδή δεν κατάφερα να καθιερωθώ σε μια ομάδα και να παίξω περισσότερο στη Σούπερ Λιγκ. Θεωρώ πως είχα θέση να παίξω στην Ελλάδα, ίσως να ήμουν άτυχος. Σκέψου πως στον Ηρακλή ήμουν καλά αλλά έπεσα πάνω στον Χουάντερσον. Τα 12-15 παιχνίδια στον Ηρακλή δεν ανταποκρίνονται σε όσα δικαιούμουν αλλά δεν μπορούσες να αμφισβητήσεις τον Χουάντερσον».

 

-Περίμενες όταν πήγες στη Σούντοβα πως θα παίξεις Ευρώπη;

 

«Ηταν ο βασικός λόγος για να πάω στη Σούντοβα».

 

«Δεν ήθελα να φύγω από τον Ηρακλή, ήμουν βυθισμένος στο σκοτάδι στον ΠΑΣ»

 

-Στα 28 σου έχεις περάσει ήδη από επτά ομάδες. Σε ποια πέρασες καλύτερα και σε ποια έχεις τις χειρότερες αναμνήσεις;

 

«Με διαφορά στον Ηρακλή. Δεν ήταν εύκολα, χάσαμε πολλά χρήματα αλλά δεθήκαμε με την ομάδα. Το κλίμα ήταν εξαιρετικό, βοήθησε πάρα πολύ ο κόουτς ο Νίκος Παπαδόπουλος. Από την μέρα που φόρεσα τη φανέλα του Ηρακλή, έγινε κομμάτι της ζωής μου. Οι χειρότερες μέρες μου ήταν όταν περιμέναμε να δούμε αν θα μείνει η ομάδα στη Σούπερ Λιγκ, είχα συμβόλαιο με την ομάδα και δεν ήθελα να φύγω. Μετά έπεσε κατηγορία στη Β Εθνική και έπαιρνα κάθε μέρα τηλέφωνο να δω τι θα γίνει, αν θα κατέβει έστω στη Β Εθνική η ομάδα για να παίξω, δεν ήθελα να φύγω. Στη συνέχεια ο Ηρακλής δεν κατέβηκε σε καμία κατηγορία. Αυτή ήταν η χειρότερη στιγμή μου και μετά στον ΠΑΣ στη δεύτερη θητεία. Επί ενάμιση χρόνο ήμουν βυθισμένος στο σκοτάδι, πέρασα πολύ δύσκολα».

 

-Πριν από μερικές μέρες πήγες να δεις το ματς του Ηρακλή με τον Ολυμπιακό Β. Είναι η ομάδα που έχεις τα περισσότερα συναισθήματα;

 

«Από κάθε ομάδα που έχω παίξει έχω πάρει αγάπη. Ο Ηρακλής έχει ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου, δεν γεννήθηκα Ηρακλής. Δέθηκα πολύ με την ομάδα».

 

-Στον Ηρακλή βρέθηκες για 2-3 χρόνια. Πως ήταν τα πράγματα τότε, γιατί δεν έμεινες περισσότερο και πως βλέπεις την κατάσταση τώρα;

 

«Εκείνες οι μέρες ήταν τρελές, περιμέναμε έστω να παίξει η ομάδα στη Β Εθνική. Εγώ θα έμενα, είχα συμβόλαιο και δεν ήθελα να φύγω. Αυτό δεν κατέστη εφικτό. Δεν είναι η πιο ευχάριστη κατάσταση για τον κόσμο του Ηρακλή με το ΑΦΜ της Τρίγλιας, αλλά ήταν η μόνη λύση. Δεν γίνεται να μην υπάρχει ο Ηρακλής στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Ο κόσμος έχει πληγωθεί και με το δίκιο του. Χρειάζεται χρόνος για να πατήσει πάλι στα πόδια της η ομάδα και ο κόσμος να συσπειρωθεί πάλι. Ο Ηρακλής είναι μια ομάδα που θα έπρεπε να είναι κάθε χρόνο στη Σούπερ Λιγκ και να διεκδικεί ευρωπαϊκό εισιτήριο. Και σε ένα διαφορετικό πρωτάθλημα, θα μπορούσε να διεκδικήσει και τίτλο. Όταν ο Ηρακλής καταφέρει να φτιάξει μια ομάδα για άνοδο, ο κόσμος θα είναι εκεί και θα στηρίξει».

 

-Τι γνώμη έχεις για Καγιούλη και Παπαθανασάκη;

 

«Τον Καγιούλη δεν θέλω να τον κρίνω, δεν ξέρω τι έκανε παρασκηνιακά. Για τον Παπαθανασάκη τι να σου πω. Ό,τι έχτισε το κατέστρεψε. Εκτός από το ότι πολλές οικογένειες χάσαμε τα λεφτά μας, τι άλλο να πω. Αυτός ο άνθρωπος είναι φάντασμα, εξαφανίστηκε. Κατέστρεψε οικογένειες που έχασαν τα χρήματά τους και κατέστρεψε μια τεράστια ομάδα, τον Ηρακλή. Στην αρχή πήγε να φτιάξει κάποια πράγματα, μετά σκοτάδι».

 

«Γίνονται εγκλήματα στη Σούπερ Λιγκ 2, στην ΑΕΚ δεν είχα περιθώριο να πάρω ευκαιρία»

 

-Η ομάδα της ιδιαίτερης πατρίδας σου, η Καβάλα, βρίσκεται σε μια δύσκολη φάση έχοντας παίκτες μη επαγγελματίες σε επαγγελματική κατηγορία. Πως το είδες αυτό;

 

«Τα τελευταία χρόνια γίνονται εγκλήματα και υπάρχει μια παρωδία με την Σούπερ Λιγκ 2. Δεν μπορεί να γίνονται όπως έγινε αυτό με την Καβάλα, είναι έγκλημα, από τη στιγμή που έγινε μια αγοραπωλησία πρέπει να δώσουν την ευκαιρία και τον χρόνο να κάνει μεταγραφές. Βλέπω πως ο πρόεδρος θέλει να κάνει πράγματα, δεν μπορεί να κατηγορήσεις την Καβάλα που έπαιζε με μη επαγγελματίες ποδοσφαιριστές, δεν μπορούσα να κάνει κάτι άλλο. Εγώ πριν φύγω από τη Λιθουανία με ρωτούσαν οι συμπαίκτες τους και γελούσαν με αυτά που γίνονται. 

 

Στην Ελλάδα ξέρεις πως η Σούπερ Λιγκ 2 δεν θα ξεκινήσει ποτέ. Στον ΠΣΑΠ τα παιδιά που μπήκαν έχουν να δώσουν πάρα πολλά, ίσως πρέπει να πάρουμε πιο σκληρές αποφάσεις. Για παράδειγμα να μην παίξουν στη Σούπερ Λιγκ 1 αν δεν αποφασιστεί να ξεκινήσει η Σούπερ Λιγκ 2. Πρέπει να υπάρχει μια ημερομηνία και να βρεθεί μια λύση με τη Σούπερ Λιγκ 2. Δεν γίνεται να βγάζεις νόμο για να μην μπορεί να κάνει μεταγραφές μια ομάδα άνω των 25 ετών, βγάζει εκτός κάδρου παίκτες που έχουν οικογένεια, παιδιά. Στην ουσία δηλαδή λες σε έναν παίκτη 26-27 ετών να κόψει την μπάλα και να γίνει μπάρμαν. Οι αποφάσεις πρέπει να παίρνονται λίγο πιο γρήγορα, μόνο με τον Ηρακλή βιάστηκαν για να τον ρίξουν».

 

-Εχεις περάσει και από τον ΠΑΣ, όπου έμεινε συνολικά 2,5 χρόνια. Πως ήταν πράγματα εκεί;

 

«Στην πρώτη μου θητεία είχα τον κύριο Τσελιόπουλο, με βοήθησε πάρα πολύ. Εχει βγάλει πολλούς τερματοφύλακες, τον Πασχαλάκη, τον Βελλίδη, τώρα βοηθάει τον Τσιφτσή στον Αστέρα Τρίπολης. Ο Γκιζέλης είναι τοπ προπονητής τερματοφυλάκων, αυτή τη στιγμή ο καλύτερος είναι ο Μιχαηλίδης που είχα στην ΑΕΚ.

 

Πέρασα δύσκολη φάση στη δεύτερη θητεία μου. Στην πρώτη μου θητεία πλήρωσα ένα λάθος στο 94’ με τον Ατρόμητο. Ημουν από τους καλύτερους παίκτες, γλίστρησα και ισοφάρισε ο Καρασαλίδης. Ηταν η στιγμή μου να καθιερωθώ στη Σούπερ Λιγκ και το λάθος μου το πλήρωσα. Βέβαια μετά πήγα στην ΑΕΚ, αλλά θα μπορούσα να είχα πάει με καλύτερο υπόβαθρο».

 

-Σειρά είχε η ΑΕΚ όπου έμεινες για ένα χρόνο αλλά δεν κατάφερες να παίξεις. Τι έφταιξε;

 

«Ηταν περίεργη η κατάσταση. Όταν πήγα στην ΑΕΚ (σ.σ. Μάρτιο) και ήμουν επιλογή του Λυμπερόπουλου, η ομάδα είχε προπονητή τον Χιμένεθ και υπήρχε πλάνο διαχείρισης και των τριών τερματοφυλάκων. Μετά το τέλος της σεζόν, έφυγε ο Χιμένεθ και ήρθε ο κ.Ουζουνίδης και άλλαξαν τα πράγματα. Είχε διαφορετικό πλάνο, ήθελε να παίζει ένας τερματοφύλακας και αυτός ήταν ο Μπάρκας. Όταν ξεκίνησε η προετοιμασία ήμουν ξεκάθαρα τρίτος, δεν υπήρχε περιθώριο να πάρω ευκαιρία. Το πλάνο ήταν να πουληθεί ο Μπάρκας αλλά αυτό δεν έγινε. Η ΑΕΚ δεν με έδιωξε, εγώ όμως ήθελα να παίξω και έλυσα το συμβόλαιό μου για να επιστρέψω στον ΠΑΣ. Δεν με ένοιαζε το οικονομικό, με ήθελε ο κ.Χριστοβασίλης και διάλεξα την προοπτική του να παίζω».

 

-Βρέθηκες κάποια στιγμή κοντά και στον Αρη; Τι έγινε και δεν έγινε η μεταγραφή;

 

«Πολύ παλιά υπήρξε μια κουβέντα που μου μετέφερε ο εκπρόσωπός μου, αλλά δεν υπήρχε ποτέ κάτι χειροπιαστό». 

 

-Ποιος προπονητής ήταν αυτός που σε δίδαξε περισσότερα;

 

«Aπό τους καλύτερους προπονητές που δούλεψα ήταν οι Νίκος Παπαδόπουλος και Σάββας Παντελίδης. Είναι και οι δύο ποδοσφαιράνθρωποι και δουλευταράδες».

 

-Ποιο ήταν το καλύτερο ματς της καριέρας σου;

 

«Φέτος ήταν με την Βαλμιέρα που πήραμε 0-0 στη Λετονία και πήραμε την πρόκριση. Ηταν πολύ κρίσιμο το παιχνίδι και ήταν μία από τις καλύτερες εμφανίσεις μου. Παλιότερα είχα κάνει μια εξαιρετική εμφάνιση με τη φανέλα του Ηρακλή κόντρα στην Ξάνθη στα ημιτελικά Κυπέλλου, έκανα ένα από τα καλύτερα παιχνίδια της ζωής μου».

 

-Ποια είναι η σχέση σου με τον Καρυπίδη και τον Ταυλαρίδη; Πως γνωρίστηκες μαζί τους;

 

«Με τον Χρήστο γνωριστήκαμε στην Ομόνοια. Ήταν ο μοναδικός Ελληνας στην ομάδα, εγώ ήμουν 18 χρονών. Με αγκάλιασε κατευθείαν, με πήρε σπίτι του, με τάιζε και με πότιζε κυριολεκτικά. Ο Χρήστος ήταν στα καλύτερά του, ήρθε από τη Χαρτς τότε. Είναι ένας σπουδαίος άνθρωπος και παραμένουμε φίλοι. Ο Χρήστος όπου κι αν έχει πάει έχει κατακτήσει πράγματα, ακόμη και στον ΠΑΟΚ ως τζένεραλ μάνατζερ. Εγκεφαλικά ο Χρήστος ήταν παίκτης επιπέδου Τσάμπιονς Λιγκ, γι’ αυτό έκανε τόσο μεγάλη καριέρα. Με τον Ταυλαρίδη γνωριζόμαστε μέσω του Χρήστου».

 

-Πως αποφάσισες να γράψεις αυτό το μήνυμα στη φανέλα σου τον περασμένο Ιούνιο με αφορμή τα αποτρόπαια εγκλήματα που έγιναν το τελευταίο χρονικό διάστημα στην Ελλάδα;

 

«Τώρα που έχει περάσει τόσος καιρός και εγώ απορώ με τον εαυτό μου. Εκείνο το διάστημα ήταν φορτισμένο το κλίμα, άκουγες πολύ άσχημες ειδήσεις συνεχώς. Ηταν και η υπόθεση του Γιακουμάκη, που την ξέρω από τα Γιάννενα, οι γονείς του ακόμη ψάχνουν δικαίωση για το παιδί τους. Όταν περνάς πολλές ώρες μόνος σου στο σπίτι στο εξωτερικό, ίσως να δεις παραπάνω σημασία σε κάποια πράγματα. Εκανα αυτή την κίνηση τελείως αυθόρμητα, βλέπεις πολύ βία γύρω σου. Σαν κοινωνία όλοι φταίμε. Το ποδόσφαιρο είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας μας. Ηταν αυθόρμητη κίνηση από πλευράς μου, έγινε ντόρος και αν το ήξερα ότι θα τραβήξει τα βλέμματα, τότε δεν θα το έκανα. Με απασχολούσε αρκετές ημέρες».