γράφει ο

Μάρκος Ζήσου

 

Σχεδόν από τότε που υπάρχουν οι πρώτες θολές εικόνες των αναμνήσεων μου, η αγορά και το κέντρο της Καβάλας κουβαλούσε μέσα μου μια ανεξήγητη γοητευτική γιορτινή διάθεση. 

 

Επειδή όμως δεν μιλάμε και για το μυστήριο της πυραμίδας του Χέοπα, αυτή η διάθεση σύντομα εξηγήθηκε από την διαπίστωση ότι το κέντρο της Καβάλας με την Ομόνοια, την Βενιζέλου, την κεντρική πλατεία, τον Καπνεργάτη και άλλα πολλά όμορφα μέρη της πόλης που αγαπούσα, αποτελούσαν τα σημεία αναφοράς της απογευματινής βόλτας που συνήθιζε να μας κατεβάζει η Λίνα ως παιδιά.

 

Μια απογευματινή βόλτα αγαπημένη συνήθεια για εκείνη ,ίσως για καθημερινή εκτόνωση της παιδικής μας ενέργειας αλλά πιθανώς και υποσυνείδητη ανάγκη των δικών της εμπειριών. 

 

Παιδί εμπόρου και νοικοκυράς, για την μαμά μου οι απογευματινές ώρες της ζωής της, ήταν μοιρασμένες μεταξύ της κυρα Βάσως (γιαγιά μου) που μαζί με τις φίλες της και το χαρτάκι τους, γέμιζαν σχεδόν κάθε απόγευμα το σπίτι τους με την πληθωρική τους παρουσία, και από την άλλη με την εικόνα του παππού μου Στεργίου, που ντυμένος κομψά με το κοστούμι του, πάντα κόντρα ξυρισμένος, άψογα κουρεμένος και πλούσια παρφουμαρισμένος, το απόγευμα συνήθιζε να φεύγει από το σπίτι στην Κολοκοτρώνη και περπατώντας μπροστά από τις επιβλητικές Καμάρες, τα παλιά δικαστήρια και τα πανέμορφα κτίρια στην αρχή της Ομόνοιας έφτανε στο κέντρο για να ανοίξει το μαγαζί.

 

Κάπως έτσι μάλλον ερωτεύτηκα και εγώ την Καβάλα και το κέντρο της. Από το σημείο έναρξης της βόλτας μας, το μαγαζί του παππού και αργότερα του θείου, η απογευματινή βόλτα συνέχιζε με σουλατσάρισμα στην θαλπωρή της Ομόνοιας ,με τις φωτεινές βιτρίνες και τα αναρίθμητα συναπαντήματα με οικία πρόσωπα φίλων και γνωστών. 

 

Μια Ομόνοια γεμάτη είτε με μυρωδιές από σημεία αναφοράς των Καβαλιωτών όπως το καφεκοπτείο Ανανιάδη και το ζαχαροπλαστείο του Φέσσα, είτε με όμορφες εικόνες από κομψές βιτρίνες, αλλά και….απαγορευμένες εικόνες όπως εκεί στον κινηματογράφο απέναντι από το ζαχαροπλαστείο του Φέσσα. 

 

Έπειτα και εφόσον εξαντλούσαμε την Ομόνοια, ροβολούσαμε προς την Παύλου Μελά (πολύ πριν γίνει πεζόδρομος), σταματώντας απέναντι από τον κήπο της Τράπεζας της Ελλάδος σε μια ημιυπόγεια κάβα ποτών, για μερικές γουλιές αγαπημένης γεύσης των παιδικών χρόνων κάθε millennial η αλλιώς χυμό βερίκοκο «Φλώρινα» στην μπλε συσκευασία. 

 

Μετά από αυτό η βόλτα συνέχιζε από την οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου προς την πλατεία του Καπνεργάτη για σκαρφάλωμα στο περίπλοκο άγαλμα και έπειτα στο πάρκο της Δημαρχίας, όπου στα κάτασπρα και γλιστερά του μάρμαρα ευχαριστιόμασταν τρέξιμο και παιχνίδι μαζί με ένα ντουμάνι από μικρά ή μεγαλύτερα παιδιά που σύχναζαν καθημερινά στο πάρκο.

 

Τις περισσότερες φορές όταν η μαμά σφύριζε την λήξη και έπρεπε να επιστρέψουμε στο σπίτι στην συνοικία του Αγίου Ιωάννη, επιλέγαμε να φύγουμε εγκαταλείποντας το πάρκο από την βορινή του έξοδο και τα σκαλάκια που έβγαζαν στην οδό Κύπρου ακριβώς μπροστά από το Δημαρχείο, αυτό το τόσο γοητευτικό κτίριο ή αλλιώς το σπίτι (όπως νομίζαμε) του κ. Λευτέρη, ισόβιου Δημάρχου της παιδικής καρδιάς μας.

 

Τότε πια αποδεχόμενοι την μοίρα μας ξεκινούσαμε το αργό περπάτημα της επιστροφής προς το σπίτι μέσω της οδού Κύπρου, και εφόσον δεν έπειθα ποτέ την μητέρα μου να μας επιτρέψει να περπατήσουμε πάνω στο προστατευτικό τοίχο του πάρκου, χάζευα την διαδρομή ξεκινώντας από την Μεγάλη Λέσχη που αν και  «αμακιγιάριστη» από την σημερινή ανακαίνιση της, ωστόσο διατηρούσε εκείνη την ιδιαίτερη αίγλη που της χάριζε η πλούσια ιστορία της. 

 

Πριν όμως φτάσουμε στα (τότε ακόμα μυρωδάτα) καπνομάγαζα της γειτονιάς μου στην οδό Φιλίππου, υπήρχε ένα ακόμα ιδιαίτερο σημείο της διαδρομής,  ένα ισόγειο σπίτι, πολύβουο σαν μελίσσι, όπου διαρκώς έμπαινε και έβγαινε κόσμος, πολλούς από τους οποίους φαινόταν ότι η μητέρα μου γνώριζε και χαιρετούσε. 

 

Ήταν ένα σπίτι μέσα στο οποίο πήγαινε ο κόσμος για να μάθει πολλά και ωραία πράγματα ,όπως απλοϊκά με είχαν τότε ενημερώσει ,για να μην μείνω με την απορία και τους πρήζω τα συκώτια όπως συνήθιζα. 

 

Αυτό το πολύβουο σπίτι ήταν η Στέγη Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών Καβάλας. 

 

Ένα ζωντανό κομμάτι της Καβάλας στην οδό Κύπρου επί 60 και βάλε χρόνια, ένα ακόμα σημείο αναφοράς, ταυτισμένο με τον πολιτισμό της πόλης, το οποίο κτίριο τίμησαν με την παρουσία τους «ιερά τέρατα» των γραμμάτων και των τεχνών της χώρας και που όμοιο του δεν είχε γνωρίσει η πόλη. 

 

Με τα χρόνια αντιλήφθηκα και εκτίμησα ακόμα περισσότερο την παρουσία της Στέγης στην πόλη μου, απολαμβάνοντας σημαντικές παρακαταθήκες του έργου της όπως είναι ο θερινός μας κινηματογράφος. 

 

Σήμερα αυτό το σημείο πληροφορηθήκαμε ότι θα παύσει να υπάρχει με την μορφή που το γνωρίσαμε και το αγαπήσαμε  οι Καβαλιώτες. Είναι μια περίεργη στιγμή και μια σκληρή αλήθεια η οποία σύντομα φαίνεται ότι θα γίνει και πραγματικότητα αποδομώντας κατά κάποιο τρόπο την ιστορία του κτιρίου και ταυτόχρονα της πόλης. 

 

Τα σημεία αναφοράς μέσα σε μια πόλη όπως ήταν και η λειτουργία της Στέγης Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών Καβάλας στο κτίριο της οδού Κύπρου, λειτουργούν σαν απινιδωτές των αναμνήσεων μας. 

 

Και για κάποιους η ζωή είναι και οι αναμνήσεις μας και οι αναμνήσεις μας είναι και η ζωή μας….