Στα χνάρια μιας αρχαίας πόλης της Κάτω Κοιλάδας του Στρυμόνα στην τοποθεσία «Παλαιόκαστρο» της Τερπνής του δήμου Βισαλτίας, με διάρκεια ζωής από το τέλος τον 6ο αιώνα π.Χ. έως τον 6ο αιώνα μ.Χ., βρίσκεται η συστηματική αρχαιολογική έρευνα που διεξάγεται για δεύτερη χρονιά στην περιοχή, από την Εφορία Αρχαιοτήτων Σερρών σε συνεργασία με τη Γαλλική Σχολή Αθηνών.

 

Όπως γράφει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, «η αρχαιολογική έρευνα, αποκαλύπτει εντυπωσιακά μνημεία και συμπληρώνει τις γνώσεις των αρχαιολόγων αλλά το παζλ του αρχαίου χάρτη της περιοχής».

 

Η Προϊσταμένη Εφορείας Αρχαιοτήτων Σερρών Δημητρία Μαλαμίδου, τόνισε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ πως «η θέση Παλαιόκαστρο, ταυτίζεται με μια από τις αρχαίες πόλεις της κάτω κοιλάδας του Στρυμόνα που είναι γνωστές από τις αρχαίες ιστορικές πηγές».

 

«Ελπίζουμε ότι με την καινούργια έρευνα θα υπάρξουν ευρήματα (επιγραφές, νομίσματα) που θα επιτρέψουν τον ασφαλή προσδιορισμό του ονόματός της. 

 

Είναι πάντως ήδη φανερό ότι η στρατηγική της θέση ανάμεσα στην εύφορη κοιλάδα του ποταμού Στρυμόνα και στις πλαγιές των πλούσιων σε μεταλλεύματα βουνών Κερδύλλιον και Βερτίσκος, συνέβαλε στην μακραίωνη επιτυχημένη ιστορική της πορεία. Δεν είναι τυχαίο ότι μεταξύ των παλαιότερων ευρημάτων ξεχωρίζει επιγραφή που αναφέρει τη λέξη «αδάμαϛ», όρο που αναφέρεται στο χρυσό και πιθανότατα στην εκμετάλλευσή του», επισημαίνει η κα Μαλαμίδου.

 

Στο ίδιο μήκος κλίματος και οι απόψεις του αρχαιολόγου Ευθυμίου Ρίζου, αρχαιολόγου της Εφορείας Αρχαιοτήτων Σερρών και μέλος της ανασκαφικής ομάδας του έργου στην Τερπνή.

 

«Γνωρίζουμε από τις πηγές ότι εδώ ήκμαζαν διάφορες πόλεις κατά την αρχαιότητα, όμως για πολλούς λόγους οι περισσότερες από τις πόλεις αυτές δεν μπορούν να ταυτιστούν με βεβαιότητα. Δεν ξέρουμε ποια πόλη είναι ο κάθε ένας από αυτούς τους οικισμούς. 

 

Ο οικισμός της Τερπνής με την αρχαιολογική του διερεύνηση μας έχει δώσει σαφή στοιχεία ότι ξεκινάει η ζωή του τουλάχιστον από την αρχαϊκή εποχή, ίσως και ακόμη παλαιότερα. Αυτό που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα είναι, πότε σταματάει η ζωή της πόλης αυτής όπου είναι μετά τα τέλη του 6ου αιώνα μ.Χ.. Σε καμιά περίπτωση δεν κατοικείται στη διάρκεια της βυζαντινής εποχής. 

 

Το όνομα της πόλης είναι ένα από τα μυστήρια της ακόμη. Αυτό που ελπίζουμε να έχουμε είναι κάποια επιγραφική επιβεβαίωση που να μας δώσει το όνομα της. Υπάρχει επιγραφή η οποία επιβεβαιώνει ότι στα ρωμαϊκά αυτοκρατορικά χρόνια ο οικισμός αυτός είχε καθεστώς πόλεως, είχε θεσμούς πολιτικούς. Άρα είναι όντως μία από τις αρχαίες πόλεις της αρχαίας Βισαλτίας», τονίζει ο κ. Ρίζος επισημαίνοντας πως αυτός ο οικισμός άκμαζε λόγω της εκμετάλλευσης του χρυσού.

 

«Ο λόγος ο οποίος ο οικισμός αυτός ακμάζει σε αυτό το σημείο είναι η εκμετάλλευση του χρυσού τον οποίο κατέβαζε ο παρακείμενος χείμαρρος. Αυτό μπορεί να εξηγήσει σε κάποιο βαθμό την ευημερία της πόλης και στη Ρωμαϊκή και στην Πρωτοβυζαντινή εποχή. 

 

Κάποιες από τις επιγραφές της ρωμαϊκής εποχής μας δίνουν τη βάση να πούμε ότι εδώ έχουμε συστηματική εκμετάλλευση του χρυσού» λέει χαρακτηριστικά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο αρχαιολόγος.

 

Τι αποκαλύπτουν τα αρχαιολογικά ευρήματα στην περιοχή

 

«Η γεωγραφική αυτή ζώνη αρχικά βρισκόταν υπό τον έλεγχο του θρακικού φύλλου των Βισαλτών, αλλά γρήγορα προσέλκυσε το ενδιαφέρον των Ελλήνων από τις πόλεις του Νότου και από το Μακεδονικό βασίλειο. 

 

Τα ευρήματα των ανασκαφών αποδεικνύουν την παρουσία ελληνικής κεραμικής ήδη από τον 6ο αι. π.Χ. Οι ανασκαφές στο λόφο αποκάλυψαν μέχρι τώρα οικοδομικές φάσεις των ελληνιστικών χρόνων, τμήμα της οχύρωσης, ρωμαϊκή βασιλική (δημόσιο κτίριο) με συγκρότημα θερμών, εργαστηριακό χώρο με πατητήρια για κρασί (ληνεώνας) ρωμαϊκών χρόνων, και δυο χριστιανικές εκκλησίες στον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής. 

 

Πρόκειται λοιπόν για μια πόλη με διάρκεια ζωής από το τέλος τον 6ο αιώνα π.Χ. έως τον 6ο αιώνα μ.Χ.

 

Στην επικράτειά της έχουν κατά καιρούς ανασκαφεί αρκετοί τάφοι διαφόρων εποχών, καθώς και τάφος «μακεδονικού» τύπου που ανήκε στα αδέλφια Ιππώνακτα και Διοσκουρίδη, γιών του Απολλοδώρου, ο οποίος ήταν, σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, εταίρος του Μεγάλου Αλεξάνδρου» επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Σερρών.

 

Πότε ξεκίνησε η αρχαιολογική έρευνα

 

Όπως εξιστορεί η κ. Μαλαμίδου, «οι πρώτες έρευνες στην περιοχή πραγματοποιήθηκαν από την Ευγενία Γιούρη, το 1965, με την ανασκαφή ενός τάφου «μακεδονικού τύπου» σε απόσταση περίπου 2 χλμ ανατολικά από τη θέση Παλαιόκαστρο. 

 

Χρονολογήθηκε σύμφωνα με ένα νόμισμα γύρω στο 328 π.Χ., και σύμφωνα με τις επιγραφές χαραγμένες στο εσωτερικό του ταφικού θαλάμου, ανήκε στους αδελφούς Ιππώνακτα και Διοσκουρίδη, μέλη της μακεδονικής αριστοκρατίας, γιούς του Απολλόδωρου, ο οποίος ταυτίζεται πιθανότατα με τον εγκατεστημένο στην Αμφίπολη εταίρο του μεγάλου Αλεξάνδρου.

 

Λίγο αργότερα, το 1981, εκτεταμένες εργασίες ισοπέδωσης προκάλεσαν φθορές στην κορυφή του λόφου Παλαιόκαστρο, φέρνοντας στο φως τμήματα αρχαίων κτιρίων, αρχιτεκτονικά μέλη, ανάγλυφα, καθώς και μια επιγραφή του 3ου αι. μ.Χ. 

 

Οι πρώτες διερευνητικές ανασκαφικές τομές που έγιναν το 1985 αποκάλυψαν ένα ρωμαϊκό κτίριο και χαμηλότερα τοίχους τις ελληνιστικής περιόδου.

 

Το 1993, υπό τη διεύθυνση της Μαριάννας Καραμπέρη, αρχαιολόγου της τότε ΙΗ΄ ΕΠΚΑ Καβάλας, πραγματοποιήθηκε η πρώτη συστηματική ανασκαφή στη θέση». Ερευνήθηκαν τότε συνολικά τρεις ζώνες:

 

Αποκαλύφθηκε ένα τμήμα του οχυρωματικού περιβόλου πλάτους 1,70 μ, το οποίο, στη βόρεια πλευρά του λόφου, διατηρείται σε ύψος 1,80 μ..

 

Στον τομέα του συνεχίστηκε η ανασκαφή τμήματος ρωμαϊκού κτιρίου που περιλαμβάνει ληνούς και υπολήνια, δεξαμενές και πίθους, σύνολο που προφανώς σχετίζεται με την παραγωγή οίνου. 

 

Σε μεγαλύτερο βάθος, η ανασκαφή έφτασε σε τοίχους ελληνιστικής εποχής. Μεταξύ των ευρημάτων περιλαμβάνονται και αρκετά νομίσματα από τις αρχές του 4ου έως και 1ου αι. π.Χ.

 

Στον τομέα που υπέστη τις παράνομες εργασίες ισοπέδωσης το 1981, αποκαλύφθηκε ένα μεγάλο κτίριο με τυπική κάτοψη ρωμαϊκής βασιλικής και δάπεδα στρωμένα με πλάκες μαρμάρου, σε άμεση γειτνίαση με εγκατάσταση θερμών. 

 

Μια επιγραφή του 2ου-3ου αι. μ.Χ. που βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο των Σερρών και προέρχεται πιθανότατα από το νεκροταφείο της αρχαίας πόλης, αναφέρεται στην οικοδόμηση βασιλικής με τη συνδρομή της Ιουλίας, από κληροδότημα του συζύγου της Φιλίππου υπό την επιμέλεια του Πόπλιου Αιλίου Κλαρανού Αλεξάνδρου. Είναι αρκετά πιθανόν να πρόκειται για το κτίριο που αποκάλυψε η ανασκαφή. 

 

Το κτίριο φαίνεται ότι ήταν σε χρήση για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, από τον 2ο έως και τις αρχές του 4ου αι. μ.Χ., με αρκετές φάσεις ανακατασκευής και πιθανή μετατροπή του σε χριστιανική εκκλησία που λειτουργούσε τουλάχιστον μέχρι και τον 6ο αιώνα», τονίζει η Προϊσταμένη Εφορείας Αρχαιοτήτων Σερρών.

 

Οι στόχοι της αρχαιολογικής έρευνας

 

Οι εργασίες του νέου προγράμματος της συστηματικής αρχαιολογικής έρευνας στην αρχαία πόλη στη θέση Παλαιόκαστρο, που βρίσκεται κοντά στο ξωκλήσι του Αγίου Μανδηλίου, σε μία έκταση 17 στρεμμάτων, δυτικά της Τερπνής του Δήμου Βισαλτίας συνεχίζονται για δεύτερη χρονιά, με τη συνεργασία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Σερρών και της Γαλλικής Σχολής Αθηνών και την αμέριστη υποστήριξη του Δήμου Βισαλτίας.

 

Το πρόγραμμα είναι πενταετές (2022-2026), εγκεκριμένο από το Υπουργείο Πολιτισμού, με προοπτική παράτασης στο μέλλον . Περιλαμβάνει ανασκαφική έρευνα στο πεδίο, καθώς και γεωμορφολογική και περιβαλλοντική έρευνα στην επικράτεια του οικισμού. 

 

Συνυπεύθυνες του προγράμματος είναι Προϊσταμένη Εφορείας Αρχαιοτήτων Σερρών, Δημητρία Μαλαμίδου και η Διευθύντρια Σπουδών της Γαλλικής Σχολής Αθηνών, Laurianne Martinez-Sève, ενώ συμμετέχουν ερευνητές και φοιτητές από την Ελλάδα, τη Γαλλία, το Βέλγιο και τον Καναδά.

 

«Εμείς ξεκινήσαμε το 2022 συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Σερρών, υπό τη Διεύθυνση της κ. Μαλαμίδου και της κ. Laurianne Martinez-Sève . Ανοίξαμε τρία σκάμματα. 

 

Το ένα είναι μία δεύτερη εκκλησία που σκάβει ο κ. Ρίζος, η δεύτερη είναι μία τομή που σκάβει η κ. Μαλαμίδου και μάλλον έχουμε βρει ένα κλίβανο και στη δυτική μεριά του λόφου είναι ένας τομέας που έχουμε πέσει σε οικιστικά κατάλοιπα, δηλαδή σπίτια, δρόμους και οργάνωση του οικισμού. 

 

Πρόκειται για ένα πολύ παλιό οικισμό από τις πρώτες φάσεις της ελληνικής εμφάνισης στο χώρο, του ελληνικού αποικισμού στο Βόρειο Αιγαίο, δεν ξέρουμε βεβαίως του κατά πόσο στις πρώτες φάσεις του ο οικισμός ήταν ελληνικός ή συνυπήρχαν Έλληνες και Θράκες κάτι το οποίο είναι μάλλον το πιο πιθανόν. 

 

Οι οικισμοί σε εκείνες τις φάσεις ήταν κυρίως συνεργασίες των δύο πληθυσμών» αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ το επιστημονικό μέλος της Γαλλικής Σχολής Αθηνών Ιωάννης Χαλαζωνίτης.

 

Ο στόχος των αρχαιολόγων

 

«Άμεσος στόχος μας είναι να αποδώσουμε στο κοινό έναν πολύ σημαντικό χώρο, ο οποίος ευελπιστούμε να αποτελέσει πόλο έλξης επισκεπτών και πηγή πολιτισμικής και οικονομικής αναβάθμισης της περιοχής. 

 

Δράσεις πληροφόρησης του κοινού και κοινοποίησης των αποτελεσμάτων της έρευνας έχουν τεθεί σε εφαρμογή άμεσα και παράλληλα με τις ερευνητικές διαδικασίες. Οι δράσεις αυτές ευελπιστούμε ότι θα λειτουργούν για τον Δήμο Βισαλτίας ως εργαλείο τουριστικής αξιοποίησης και προβολής.

 

Την ίδια ώρα ο Δήμος Βισαλτίας, σε αγαστή συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Σερρών, κατάφερε σε σύντομο χρονικό διάστημα, ήδη από το 2019, να ολοκληρώσει τον καθαρισμό ενός χώρου ανεκμετάλλευτου επί χρόνια, ενώ συνεχίζει να στηρίζει σταθερά και με κάθε τρόπο την ερευνητική ομάδα.

 

Κοινή συνισταμένη μας είναι η ανάδειξη του συγκεκριμένου ιστορικού χώρου, υπό το πρίσμα πάντα της προστασίας των αρχαιοτήτων και του φυσικού περιβάλλοντος, με κύριο στόχο φυσικά την εξασφάλιση επισκεψιμότητας στο χώρο», καταλήγει η Προϊσταμένη Εφορείας Αρχαιοτήτων Σερρών, Δημητρία Μαλαμίδου.