γράφει ο

Βασίλης Μυλωνάς

 

Αύγουστε, τι μας έκανες, αυτό το καλοκαίρι,

έκαψες στην Ελλάδα μας, πολλά ωραία μέρη!

 

Είσαι, κατά παράδοση, ο πιο καλός μας μήνας,

κουβαλητής και τρυγητής και ο γιατρός της πείνας!

 

Μα φέτος κοψοχόλιασες, όλο το πανελλήνιο

και έκανες τη χώρα μας, τοπίο…ημισελήνιο!

 

 Φωτιές εδώ, φωτιές εκεί, καίνε σπίτια και δάση

και η φλόγα μαύρα κι άραχνα, αφήνει όπου περάσει!

 

Δεν είν’ η πρώτη μας φορά, είδαμε και το Μάτι,

όπου ανθρώποι γίνανε, κάρβουνα, μα και στάχτη!

 

Αλλά φέτος παράγινε, το πράγμα έχει ξεφύγει,

πιλότοι σκοτωθήκανε, ο καπνός ανθρώπους πνίγει!

 

Κι όλοι μιλάνε γι’ αλλαγή, που δέχεται η φύση

και την αναβαθμίσανε, τώρα τη λένε ΚΡΙΣΗ!

 

Φωτιές πέρα στον Καναδά, φωτιές και στη Χαβάη,

μακραίνει η λίστα των νεκρών, να δούμε πού θα πάει!

 

Μέσα στο δάσος της Δαδιάς, παιδιά απανθρακωθήκαν

κι αγκαλιασμένα, αγνώριμα, είκοσι και βρεθήκαν!

 

Μήπως δεν είναι, Αύγουστε, το φταίξιμο δικό σου;

Γιατί εσύ έχεις τον ρόλο σου, έχεις και τον ρυθμό σου!

 

Καλέ μου μήνα, εδώ στη γη, εμείς τα ανθρωπάκια,

κοιτάζουμε καλή ζωή…μπύρες και παϊδάκια!

 

Κοιτάζουμε τα μπάνια μας, με στριγκ και με μπικίνι

και μακριά απ’ τον κώλο μας, ό,τι θέλει ας γίνει!

 

Κι αν όλοι μας μολύνουμε, σφόδρα το περιβάλλον,

αυτό εμάς δεν αφορά, μα ίσως κάποιον άλλον!

 

Μα, την αλήθεια να την πω, γίνονται και κινήσεις,

που κάθε μέρα κοσκινάς, δε λες να ξεκινήσεις!

 

Η Συμφωνία Παρισιού, πού όλοι έχουν ξεχάσει,

δε λέει τον χαρακτήρα μας κι εκείνη να δαμάσει!

 

Σαν άσχετος, θα πρότεινα, με φόβο κάποια μέτρα,

να ζούμε, ίσως, μάθουμε, με λιγοστά πια δέντρα!

 

Τα δέντρα πάνω στα βουνά, θα βγάζουν οξυγόνο

κι απ’ τις αυλές ας λείπουνε, θα ’λεγα κι όχι μόνο!

 

Μα, Αύγουστε οι πολιτικοί, έχουνε τον χαβά τους,

βγάζουνε νόμους «άτσαλους», όπως και τα μυαλά τους!

 

Ένα δέντρο για να κοπεί, θα πας στο Δασαρχείο

και η άδεια μπορεί να βγει…απ’ το Πατριαρχείο!

 

Να μη σε δούνε να κρατάς, στο χέρι σου τσεκούρι,

θα φας μεγάλο πρόστιμο και φτύσιμο στη μούρη!

 

Μα, όταν τα πάντα καίγονται, οι άρχοντές μας τρέχουν

και κλαίνε και οδύρονται, το θέαμα δεν αντέχουν!

 

Να δούμε, εάν κάποτε, στα σοβαρά το πάρουν

ή μόνο στις καταστροφές, επάνω θα…ρετάρουν!

 

Τι διάολο τα θέλουμε, σε οικισμούς τα δέντρα,

που όταν πιάσει μια φωτιά, καίει μπετό και πέτρα;

 

Αν θέλουν ας ακούσουνε, τον ταπεινό εμένα

κι ολίγον ας προσαρμοστούν, στα νέα δεδομένα!

 

Αύγουστε, που μας έκαψες, δε σού ρίχνω ευθύνες,

μα στους ταγούς, που ολοχρονίς, ποιούν…νήσσες και χήνες!

 

Μα, μήνα μου, είχες και καλά, παρά την όλη ζέστη,

ήρθαν μαντάτα χαρωπά, από τη Βουδαπέστη!

 

Χρυσό πήρε ο Τέντογλου, χάλκινο η Αντιγόνη,

αυτό μέσα στην κάψα μας, λίγο μας εμψυχώνει!