Είναι γνωστή η αγάπη της συγγραφέως Μανίνας Ζουμπουλάκη για την πόλη της. Και δεν είναι η πρώτη φορά που αρθρογραφεί για την Καβάλα. Το κάνει τακτικά, πάντα με το ίδιο πάθος και πάντα με κάτι καινούριο για να πει. Και δεν γράφει με κριτήριο το νόστο της αλλά με αφορμή την κάθε της επίσκεψη. Όταν απουσιάζεις από την Καβάλα κι έρχεσαι για λίγο, βρίσκεις τρόπους να τη δεις ξεχωριστή. Αν ένας Καβαλιώτης που διαμαρτύρεται για την καθημερινότητα και τη ρουτίνα της πόλης, «δει» μέσα από τα μάτια της Μανίνας Ζουμπουλάκη αυτά που ξεχνάμε, τότε θα δει μια όμορφη πόλη. Ίσως και την ομορφότερη. Κι αν δεν καταφέρει να αλλάξει τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις, ας κρατήσει αυτό το κείμενο για το καλοκαίρι, για να ξέρει τουλάχιστον πως θα μιλήσει για την πόλη σε έναν επισκέπτη της, από αυτούς που γεμίζουν τα εκατοντάδες Airbnb σπίτια της... 

 

Το τελευταίο της κείμενο δημοσιεύθηκε στην Athens Voice -επενδεδυμένο με φωτογραφίες του Λάσκαρη Τσούτσα- και λέει τα εξής: 

 

Η Καβάλα είναι ιδανικός προορισμός

Εκεί μεγάλωσα, αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος

 

Συζητάμε έξι Καβαλιώτες για την Καβάλα, σε ωραίο καβαλιώτικο σαλόνι: είναι η μοναδική πόλη στην Ελλάδα, ίσως και στον κόσμο, που έχει πλαζ μέσα στον αστικό ιστό – μπορείς να πας στη θάλασσα με τα πόδια ή με το λεωφορείο, αυτό που στην Καβάλα αποκαλούμε «αστικό». Μάλιστα, έχει δύο οργανωμένες παραλίες ακριβώς κάτω από τα πόδια σου, την Καλαμίτσα και τη Ραψάνη, με άσπρη χοντρή άμμο και τριζάτη γαλάζια θάλασσα. Έχει μια μακρουλή πλαζ στην άλλη μεριά της πόλης – σήμερα τη λένε «Περιγιάλι», αν και οι παλιοί εξακολουθούν να την ξέρουν ως «Καρά Ορμάν», όπως την έμαθαν από τους ακόμα παλαιότερους. Έχει, τέλος, τα «βράχια» στην Παναγία, για τους ριψοκίνδυνους/ανοργάνωτους, που δεν θέλουν άμμο ούτε καν χοντρή.

 

Το αστείο είναι ότι οι δύο από εμάς, παρότι Καβαλιώτες, ζούμε στην Αθήνα. Οι άλλοι δύο, στη Θεσσαλονίκη. Οι δύο, ζουν στην Καβάλα, έστω και αν ο ένας από τους δύο κατάγεται (γκασπ) από την Αθήνα. Εκθειάζουμε όλοι, ωστόσο, τα αμέτρητα υπέρ της Καβάλας: φρέσκο ψάρι, πεύκα πάνω από το κεφάλι σου, ανοιχτός ορίζοντας με θάλασσα πάρα πολύ υπέροχη, μια κουκλίστικη Παλιά Πόλη που την περπατάς με το στόμα ανοιχτό. Οι Καμάρες, το βυζαντινό υδραγωγείο του 14ου αιώνα, που ξαναχτίστηκε από τον Μέγα Βεζύρη Ιμπραήμ το 1520. Κάθε Καμάρα έχει εικοσιπέντε μέτρα ύψος κι όταν περνάς από μέσα νιώθεις βίντατζ, περιηγητής άλλων εποχών. Τα ίδια νιώθεις στο Κάστρο, στο οθωμανικό Φρούριο που χτίστηκε στη θέση του Βυζαντινού Κάστρου που καταστράφηκε το 1391. Ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής (1520-1564) αποκατέστησε τα παλιά τείχη.

 

Το «Ιμαρέτ», καταπληκτικό ξενοδοχείο υψηλών προδιαγραφών σήμερα, ήταν το πτωχοκομείο που χτίστηκε με δωρεά του Αντιβασιλέα της Αιγύπτου, Μεχμέτ Αλή Πασά (1805-1848) προς την γενέτειρά του – η αποκατάστασή του ξεκίνησε το 2001 και άρχισε να λειτουργεί το 2004 ως ξενοδοχείο-μνημείο.

 

Η Οικία Μεχμέτ Αλή βρίσκεται στη ζωγραφιστή Παλιά Πόλη (Παναγία), η Πλατεία Ομονοίας λεγόταν κάποτε Πλατεία Φουάτ προς τιμήν του δισέγγονου του Μεχμέτ Αλή, βασιλιά Φουάτ της Αιγύπτου. Το 1967 ο τάφος της μητέρας του Μεχμέτ Αλή ξηλώθηκε από την πλατεία, η οποία εξωραΐστηκε και ονομάστηκε «Ελευθερίας»... αν και συχνά την αποκαλούμε «Ομόνοια» για να μπερδεύουμε τον κόσμο.

 

Η Καβάλα, λοιπόν, είναι γεμάτη ιστορικά μνημεία και ακόμα πιο ιστορικά αξιοθέατα – θέλεις μέρες για να τα επισκεφθείς όλα, μαζί με τον αρχαιολογικό χώρο και το μεγαλοπρεπές θέατρο των Φιλίππων. Είναι «χτισμένη αμφιθεατρικά» όπως λένε όλα τα σάιτ αλλά και όπως βλέπει κανείς με το γυμνό του μάτι όταν μπαίνει στην πόλη από δυτικά, από τον Άγιο Σίλα: Τα σπίτια κατεβαίνουν την πλαγιά και φτάνουν μέχρι τη θάλασσα, το λιμάνι είναι ανοιχτόκαρδο, μπλε, και έχει το Κάστρο στην απέναντι άκρη, στην κορυφή της Παλιάς Πόλης, η οποία είναι μια χερσόνησος που κρέμεται πάνω από τη θάλασσα – με καθαρό καιρό, «βλέπεις για επτά ζωές». Αυτό έλεγε ο παππούς μας ο Κωνσταντινουπολίτης, που η Καβάλα τού θύμιζε την Κωνσταντινούπολη: η πόλη έχει κόκκινες στέγες εδώ κι εκεί, άσπρα κτίρια, πράσινο, με κάποιο τρόπο όλα αυτά κάνουν κοντράστ πάνω στο βαθύ μπλε της θάλασσας και λες «τύφλα να 'χει το Μοντε Κάρλο!», με απόλυτη βεβαιότητα. Και με γουρλωμένα μάτια.

 

Η Καβάλα, ξανά-λοιπόν, είχε γύρω στους 15.000 κατοίκους, κυρίως ψαράδες και καπνεργάτες, μέχρι το 1923-24 που εγκαταστάθηκαν εκεί 27.500 πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Οι συνοικίες Χίλια, Πεντακόσια, Γκιρτζή, ήταν τα Προσφυγικά. Στα τέλη του 19ου-αρχές 20ού αιώνα, η Καβάλα ήταν σημαντικό κέντρο επεξεργασίας και εμπορίας καπνού. Υπάρχει το πολύ ενδιαφέρον Μουσείο Καπνού για όποιον θέλει να μάθει περισσότερα για την πόλη, στην οποία μάλιστα έγιναν οι πρώτες μεγάλες απεργίες στα Βαλκάνια. Κάποιες καπναποθήκες διατηρούνται μέχρι σήμερα, αναστηλωμένες, και με πολιτιστική χροιά. Όταν περπατάς στην Καβάλα, το μάτι σου πιάνει παλιά κτίρια, νεοκλασσικές βίλες και δείγματα αρχιτεκτονικής άλλων εποχών, ίσως και άλλων πόλεων. Κάτι από Βιέννη και κάτι από Βουδαπέστη, έχει αντέξει πίσω από τρεις (πάρα πολύ σκληρές) βουλγαρικές κατοχές, δύο Παγκόσμιους πολέμους, αμέτρητες καταστροφές και ακόμα πιο αμέτρητες κατεδαφίσεις και αντιπαροχές.

 

Το λιμάνι είναι αριστούργημα, προσφέρεται για βόλτες πάνω-κάτω και χάζι, με διάσπαρτα καφέ, μπαρ και ταβερνάκια. Ο πεζόδρομος Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι η «καρδιά του καφέ μπαρ», γίνεται σκοτωμός τα Σάββατα, χρειάζεσαι μέσον για να βρεις τραπέζι. Η Ερμού είναι «τα παντοφλάδικα» από τότε που ήμουν παιδί: ένας δρόμος όπου πωλούνται παντόφλες. Γιατί χρειάζεται ολόκληρος δρόμος για τις παντόφλες, κανείς δεν ξέρει – οι Καβαλιώτες δεν μασάνε παντόφλες, ούτε φοράνε περισσότερες παντόφλες από τους άλλους Έλληνες.

 

Η Οδός Ομονοίας είναι η αγορά, με μαγαζιά και ακόμα πιο πολλά καφέ. Μοσχοβολάει καφέ, τόσο από τα μαγαζιά όσο και από τα καφεκοπτεία – ο «Ανανιάδης» εξακολουθεί να είναι η προτίμηση των γονιών μας. Η Ιχθυόσκαλα της Καβάλας είναι από τις μεγαλύτερες της Μεσογείου. Παλιά βρισκόταν κέντρο-κέντρο, φάτσα-παραλία, που μύριζε λέπι σε μόνιμη βάση. Στα καΐκια του λιμανιού σήμερα οι ψαράδες είναι Αιγύπτιοι, όχι εξ Αιγύπτου από την εποχή του Μεχμέτ Αλή, παρά σύγχρονοι μετανάστες που μιλάνε ελληνικά και στέλνουν τα παιδιά τους στα ντόπια σχολεία. Τους χαζεύω να μαντάρουν τα δίχτυα, κάτι που, επίσης παλιά, έκαναν μόνον οι γέροι, ασπρισμένοι ψαράδες (οι οποίοι είχαν έρθει, πιθανότατα, από τη Μικρά Ασία).

 

Μια κυρία διαμαρτύρεται ότι στην Καβάλα «δεν έχει τίποτα να κάνεις», αλλά γίνονται λάιβ, έρχονται μπάντες, ανεβαίνουν παραστάσεις, ντόπιες μπάντες παίζουν στα μαγαζιά. Ο Αργύρης Μπακιρτζής από τους Χειμερινούς Κολυμβητές μένει εδώ και τραγουδάει όποτε του κάνει κέφι. Τα καφέ και μπαρ είναι στέκια, οι φίλοι συναντιούνται κάθε τόσο, η επικοινωνία είναι συνεχής. Μπορείς να αποφύγεις όποιον θέλεις, αρκεί να αλλάξεις στέκι.

 

Το αστικό (λεωφορείο) 8 πάει στην Καλαμίτσα και στην οργανωμένη, υπέροχη, σέβεντις παραλία Μπάτης, όπου κατέληγαν οι σχολικές κοπάνες μας από Μάιο και μετά. Το 2 πηγαίνει στη Δεξαμενή, βόρεια δυτικά, όπου ήταν το πατρικό μας. Η συνοικία είχε τουλάχιστον μία μεγάλη αλάνα και όλους τους παιδικούς μας φίλους τριγύρω. Μυρίζει πεύκο και θάλασσα, όπως όλη η πόλη.

 

Ξανά λοιπόν, να κλείσετε διακοπές στην Καβάλα για το καλοκαίρι: η θάλασσα είναι αριστούργημα, ήρεμη και πεντακάθαρη, οι παραλίες αμέτρητες και για όλα τα γούστα, το φαγητό εξαιρετικό και οικονομικό, το ψάρι φρέσκο. Είναι κάπως φτυμένο το (ωραίο κατά τα άλλα) αεροδρόμιο, με λίγες πτήσεις την εβδομάδα από Αθήνα και σε κουλές ώρες, αλλά οδικώς είναι μια ευθεία... που καταλήγει σε θαυμαστικό, όταν καβαντζάρετε την πλαγιά και αντικρίζετε την Καβάλα να απλώνεται πάνω στη θάλασσα σαν να σας περιμένει από πάντα.

 

(ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ το άρθρο για την Καβάλα και τις προτάσεις που κάνει η Μανίνα Ζουμπουλάκη)

 

Ποια είναι 

 

Η Μανίνα Ζουμπουλάκη γεννήθηκε το 1960, μεγάλωσε στην Καβάλα και γράφει από τα 10. Σπούδασε στην Αμερική Ιστορία της Τέχνης και Σωματική Αγωγή. Στα περιοδικά γράφει από την αρχή της δεκαετίας του '80 μέχρι και σήμερα χωρίς διακοπή. Μεταξύ άλλων δούλεψε σε "Ταχυδρόμο", "Πρόσωπα", "Κλικ", "Diva", "Μen", "Nitro", "Down Town", "Elle", "Time out", "PinkWoman", "Look" και "Home". Από το 2005 μέχρι σήμερα γράφει στήλη (‘Ζωντανός στην Πόλη’) στην «Athens Voice» από όπου και το παραπάνω κείμενο. Δούλεψε στο ραδιόφωνο ως παραγωγός (Top Fm, ΕΡΑ 4, Κανάλι 15, Κανάλι 5, Μελωδία).

‘Εχει μεταφράσει περί τα 30 βιβλία για τις εκδόσεις "Κάκτος" (μεταξύ των οποίων "Πέρα από την Αφρική" της Κάρεν Μπλίξεν, και "Αρχαία Απογεύματα" του Νόρμαν Μέηλερ) και άλλα τόσα "Άρλεκιν". 

Βιβλία της: "Κενά μνήμης", "Μυροβόλος άνοιξις", Φεύγα!, "Η ζωή (δεν) είναι ταινία", "Η σκόνη της ημέρας", όλα εκδόσεις Ίστός. "Ριζότο (σενάριο)", εκδόσεις Λιβάνη,, "Αληθινή σταρ", εκδόσεις Ωμέγα, "Το μεγάλο καλοκαίρι", εκδ. Interbooks, "Πώς να γράψεις" εκδ. Interbooks, "Ευτυχία", εκδ. Παπαδόπουλος. 

Το 2018 κυκλοφόρησε το τελευταίο της βιβλίο με τίτλο «Άκουσέ με» από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος.

Έχει γράψει πολλά σενάρια: "Ελεύθερη κατάδυση" (συν-σεναριογράφος µε σκηνοθέτη Γιώργο Πανουσόπουλο), "Ριζότο" (συν-σεναριογράφος µε σκηνοθέτη Όλγα Μαλέα). Σενάρια τηλεόρασης: "Φεύγα" (σειρά Mega), "Ξέχασέ µε" (σειρά Alpha, συν- σεναριογράφος με Βαγγέλη Νάση), "Απαγωγή" (τηλεταινία Mega) και τώρα υπογράφει το πιο τελευταίο σενάριό της για την τηλεοπτική σειρά «Μαμάδες στο Παγκάκι» που σκηνοθετεί ο Βασίλης Τσελεμέγκος (πρωταγωνιστούν οι Ευγενία Δημητροπούλου, Χρύσα Κλούβα και Σοφία Βογιατζάκη) και θα αρχίσει να προβάλλεται από τις 23/2/2019 στο συνδρομητικό κανάλι NOVA life

Διδάσκει δημιουργικό γράψιμο από το 2002 σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας και σε ιδιωτικές σχολές. Είναι παντρεμένη και έχει τρία παιδιά.