γράφει ο

Πασχάλης Παλαβούζης

 

Αεροπορική Βάση Τατοΐου, Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 1967, ώρα 10:00. 

 

Η βορεινή πύλη του αεροδρομίου – σπανίως ανοιχτή – παραμερίζει για να εισέλθουν στις εγκαταστάσεις του οι επιβάτες δύο station wagon. Κατευθύνονται πεζή και ολοταχώς προς ένα δικινητήριο αεροπλάνο που μοιάζει να τους περιμένει, φέρει το βασιλικό θυρεό κάτω από το κόκπιτ κι έχει τους κινητήρες του σε λειτουργία. 

 

Ο χειριστής του Παύλος Ι. Ιωαννίδης, επιστρατευμένος χειριστής της Ολυμπιακής Αεροπορίας με το βαθμό του Επισμηναγού, κατεβάζει τη σκάλα του μικρού Gulfstream G.I με τον αριθμό P-9 και μαζί με τον Υποσμηναγό (Ιπτάμενο Μηχανικό) Νικόλαο Φραντζεσκάκη βοηθούν τους επιβάτες να εισέλθουν στο αεροσκάφος. 

 

Επιβιβάζονται «…ο βασιλεύς Κωνσταντίνος, η βασίλισσα Άννα-Μαρία, η βασιλομήτωρ Φρειδερίκη, η πριγκίπισσα Ειρήνη, η πριγκίπισσα Αλεξία – δυόμισι ετών τότε, ο διάδοχος Παύλος – μόλις ενάμισι έτους, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Κόλιας, ο στρατηγός Κωνσταντίνος Δόβας, ο γυναικολόγος Βασίλειος Κουτήφαρης, ο πρέσβης Λεωνίδας Παπάγος και η παιδαγωγός Σεσίλια». 

 

Ο Παύλος Ιωαννίδης αφηγήθηκε πολλά χρόνια αργότερα στο βιβλίο του «Κι αν δεν είσαι, θα γίνεις…»: «Μετά την επιβίβαση ανεβάσαμε τη σκάλα, έκλεισε η πόρτα και απογειωθήκαμε. 

 

Ο βασιλέας είχε καθίσει στη θέση του συγκυβερνήτη, όπως συνήθιζε να κάνει, και μάλιστα καθώς ήμουν μόνος, χωρίς συγκυβερνήτη. Μετά την απογείωση τον ρώτησα:

- Που θα πάμε μεγαλειότατε;

- Καλά δεν ξέρετε πού πάμε; Μου είπε έκπληκτος.

- Όχι, δε μου είπαν τίποτε, του απάντησα

- Στην Καβάλα, μου είπε.

 

Ο καιρός ήταν καλός και στη διαδρομή μας πλησίασαν δύο πολεμικά αεροπλάνα από τη βάση της Τανάγρας, όπου διοικητής ήταν ο σμήναρχος Λάμπρος Πρωτόπαπας»… 

 

Τα αεροσκάφη ήταν δύο μαχητικά F-104G, που είχαν διαταγή να συνοδεύσουν το Gulfstream μέχρι τον τελικό του προορισμό. Φθάνοντας στην τερματική περιοχή του αεροδρομίου Αμυγδαλεώνα, ανακαλύπτουν πως δε βρίσκεται κάποιος στον πύργο ελέγχου. 

 

Ο Παύλος Ιωαννίδης, που γνώριζε καλά τον Αμυγδαλεώνα και την περιοχή της Καβάλας από τις επιχειρήσεις του ανθελονοσιακού πολέμου τη δεκαετία του 50, έγραψε: «Περάσαμε πάνω από τον πύργο ελέγχου της Καβάλας και διαπίστωσα ότι κανένας δεν ήταν εκεί. 

 

Πετάξαμε προς την πόλη και είδα τρία στρατιωτικά τζιπ να κινούνται με κατεύθυνση προς το αεροδρόμιο. Κατόπιν αυτού, ο βασιλέας μου είπε να προσγειωθούμε. Πράγματι προσγειωθήκαμε και πλησιάζοντας στο οίκημα του αεροσταθμού, έφτασαν ταυτόχρονα και τα τζιπ, στα οποία επέβαιναν τρεις αξιωματικοί με επικεφαλής τον ταξίαρχο Κεχαγιά, διοικητή της ΧΙ Μεραρχίας. Σ

 

το αεροδρόμιο περίμεναν επίσης ο ταξίαρχος Μάριος Φραγκίσκος και ο Βασίλης Θωμάς. Ο βασιλέας, ο πρωθυπουργός Κόλιας, ο στρατηγός Δόβας, ο πρέσβης Παπάγος και ο υπασπιστής Νικόλαος Μουτούσης έφυγαν για το στρατηγείο της ΧΙ Μεραρχίας. Η οικογένεια του βασιλέα και οι υπόλοιποι έφυγαν για το ξενοδοχείο. Εγώ παρέμεινα στο αεροδρόμιο». 

 

Σε μια συνέντευξή του στο γνωστό δημοσιογράφο Αλέξη Παπαχελά ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος, διηγήθηκε: «…Υποτίθεται ότι στο αεροδρόμιο της Καβάλας έπρεπε να με αναμένει ο στρατηγός Κεχαγιάς, διοικητής της XI Μεραρχίας, για να μεταβούμε στο αρχηγείο του, και από εκεί να συντονίσουμε, σε συνεργασία με τους στρατηγούς Περίδη και Εσσερμαν, την όλη επιχείρηση. 

 

Όταν φτάσαμε πάνω από το αεροδρόμιο της Καβάλας, διαπιστώσαμε ότι κανείς δεν μας περίμενε! Παρά το γεγονός ότι ο πύργος ελέγχου δεν λειτουργούσε, έδωσα εντολή στον Παύλο Ιωαννίδη να προσγειωθούμε. Την ώρα της προσγειώσεως έφθασε και ο στρατηγός Κεχαγιάς, ο οποίος δε γνώριζε τον σκοπό της αφίξεώς μου! 

 

Έμεινα έκπληκτος, διότι ο στρατηγός Περίδης είχε αναλάβει να ενημερώσει τον Κεχαγιά. Αυτή ήταν η πρώτη ένδειξη ότι κάτι δεν πάει καλά. Τα μέλη της οικογένειάς μου πήγαν στο ξενοδοχείο και εγώ μαζί με τον Κεχαγιά κατευθυνθήκαμε στο αρχηγείο της XI Μεραρχίας».

 

Ο Κωνσταντίνος είχε θέσει σε εφαρμογή το «σχέδιο Ω», όπως το αποκαλούσε… Δηλαδή την προσπάθεια ανατροπής του δικτατορικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου, με κινητοποίηση μονάδων της βορείου Ελλάδας, πιστών σε αυτόν. 

 

Η (τότε) Ελληνική Βασιλική Αεροπορία – της οποίας ο θυρεός κοσμούσε τον πύργο ελέγχου του αεροδρομίου στον Αμυγδαλεώνα – και το (τότε) Βασιλικό Ναυτικό είχαν μυηθεί στο «αντι-κίνημα» και θα υποστήριζαν ακόμη και δια των όπλων τις επιχειρήσεις αποκατάστασης της δημοκρατίας. Ο (τότε) Υποσμηναγός Κωνσταντίνος Γούλας, υπασπιστής του Α/ΓΕΑ Αντιπτεράρχου Γεωργίου Αντωνάκου θυμόταν πολλά χρόνια μετά εκείνο το τηλεφώνημα το πρωινό της 13ης Δεκεμβρίου. 

 

Με αυτό ο βασιλιάς δια του υπασπιστή του ζητούσε από τον Α/ΓΕΑ να μεταβεί στη Λάρισα, στο Αρχηγείο Τακτικής Αεροπορίας (ΑΤΑ) για να συντονίσει την υποστήριξη των μονάδων της Αεροπορίας. Ένα δεύτερο αεροπλάνο, το C-47 Dakota ‘KJ960’ του Σμήνους Υψηλών Προσώπων, περίμενε τον Α/ΓΕΑ και τον υπασπιστή του στο αεροδρόμιο του Τατοΐου με τους κινητήρες σε λειτουργία. 

 

Σε αυτό πλήρωμα ήταν οι εμπειρότατοι Επισμηναγός Γ. Φραγκιάς (χειριστής) και Επισμηναγός Π. Ταχτατζής (Ιπτάμενος Μηχανικός). Το αεροσκάφος μετά τη Λάρισα θα έβαζε πορεία προς το αεροδρόμιο Αμυγδαλεώνα. Το ίδιο θα έκανε και το ελικόπτερο AB-206 του Κωνσταντίνου.

 

Παύλος Ιωαννίδης: «Στο αεροδρόμιο [Αμυγδαλεώνα] έφτασε και το ελικόπτερο του βασιλέα, το οποίο στη συνέχεια θα τον μετέφερε στην Κομοτηνή προκειμένου να συναντήσει τον στρατηγό Περίδη [διοικητή Γ Σ.Σ.]. Είχε όμως πρόβλημα, διότι δεν υπήρχε κατάλληλο καύσιμο για τον ανεφοδιασμό του. Τότε πήραμε ένα σωλήνα και το ανεφοδιάσαμε από τα καύσιμα του Gulfstream P-9. Κάτι δεν πήγαινε καλά., 

 

Ήταν αδιανόητο να μην είχαν προβλέψει για τα καύσιμα του ελικοπτέρου. Στο αεροδρόμιο υπήρχε μια μικρή στρατιωτική δύναμη, επικεφαλής της οποίας ήταν ένας λοχαγός. Από την πρώτη στιγμή είχα την αίσθηση ότι δεν ήταν φιλικός μαζί μας. Του είπα να τοποθετήσει στο διάδρομο τρία στρατιωτικά φορτηγά σε ίσες αποστάσεις, ώστε να μη μπορεί να προσγειωθεί άλλο αεροπλάνο. 

 

Μετά από δύο ώρες περίπου προσέγγισε στο αεροδρόμιο η Dakota 960 ... Τότε ελευθερώσαμε το διάδρομο για να μπορέσει να προσγειωθεί».

 

τέως Βασιλιάς Κωνσταντίνος στον Αλέξη Παπαχελά: «Στο μεταξύ έφθασε στην Καβάλα το ελικόπτερό μου με κυβερνήτη τον σμηναγό Παπαδόπουλο, έναν καταπληκτικό και γενναίο αξιωματικό. Επειδή στην Καβάλα δεν μπορούσα να σχηματίσω εικόνα των εξελίξεων και ήταν αδύνατον να επικοινωνήσω με τον στρατηγό Εσσερμαν, πέταξα με το ελικόπτερο στην Κομοτηνή για να συναντηθώ με τον στρατηγό Περίδη, ο οποίος, ενώ ήταν διοικητής του Γ Σ.Σ. με έδρα τη Θεσσαλονίκη, ευρίσκετο στην Κομοτηνή λόγω της έκρυθμης καταστάσεως που επικρατούσε στα σύνορα με την Τουρκία. Εκεί με περίμεναν πολλοί αξιωματικοί… Τους μίλησα. Προσπάθησα να τους εμψυχώσω. 

 

H ατμόσφαιρα ήταν πειθαρχημένη αλλά ψυχρή. Τα μηνύματα που ελάμβανα στο μεταξύ ήταν απογοητευτικά. H μονάδα στην οποία είχε ανατεθεί ο έλεγχος της Θεσσαλονίκης δεν είχε κινηθεί, διότι ο διοικητής της είχε συλληφθεί. 

 

Ο στρατηγός Κόρκας δεν έδινε σημεία ζωής. Και το χειρότερο: ο στρατηγός Εσσερμαν, διοικητής της XX Τεθωρακισμένης Μεραρχίας, είχε συλληφθεί και έτσι είχαν ακινητοποιηθεί τα υπό τις διαταγές του άρματα μάχης, τα οποία θα αποτελούσαν, σύμφωνα με το σχέδιο, την κύρια και βασική αιχμή της όλης στρατιωτικής επιχειρήσεως».

 

Ήταν φανερό πως τα πράγματα είχαν πάρει άσχημη τροπή. Μια αιματοχυσία ήταν αυτό που απεύχονταν όλοι, πρωτίστως δε ο Κωνσταντίνος. Η επιλογή γι’ αυτόν ήταν μία. Να φύγουν στο εξωτερικό. Και αυτό θα γινόταν από το αεροδρόμιο Αμυγδαλεώνα. Έγραψε ο Παύλος Ιωαννίδης: «…Ο καιρός είχε χαλάσει. 

 

Ήδη έβρεχε και προβλεπόταν καταιγίδες. Δεν είχαμε καμία επικοινωνία, ούτε και ραδιόφωνο για να ακούσουμε τι γινόταν. Διαισθητικά καταλάβαινα ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά… Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν αποφάσισα να κλείσω λιγάκι τα μάτια μου, ντυμένος όπως ήμουν. Κατά τη μία και μισή με ζήτησαν επειγόντως στο τηλέφωνο. Ήταν ο ταξίαρχος Μάριος Φραγκίσκος, ο οποίος είχε φτάσει από την προηγουμένη στην Καβάλα... 

 

Μου είπε ότι ο βασιλέας έπρεπε να φύγει με την οικογένειά του για το εξωτερικό διότι η προσπάθειά του να ανατρέψει τη χούντα είχε αποτύχει»…

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα καύσιμα του αεροσκάφους και τα μετεωρολογικά δελτία ο Ιωαννίδης πρότεινε το Μπρίντιζι στην Ιταλία και εναλλακτικά τη Ρώμη. «Ετοιμάσαμε το P-9 για την αναχώρηση. Ο καιρός χειροτέρευε συνεχώς. Σε λίγο έφτασε και ο βασιλέας με την οικογένειά του. Ήταν όλοι αμίλητοι. Η απογοήτευση και η στενοχώρια ήταν έκδηλες στα πρόσωπά τους. Μπήκαν όλοι στο αεροσκάφος και ο βασιλέας κάθισε στη θέση του συγκυβερνήτη. 

 

Έβρεχε πλέον καταρρακτωδώς. Θα ήταν περασμένες τρεις το πρωί όταν απογειωθήκαμε με δυνατή βροχή και καταιγίδες στην περιοχή… Συνεχίζοντας την πτήση μας προς τη Θεσσαλονίκη και την Κέρκυρα μέσα στις καταιγίδες, τις οποίες απέφευγα με τη βοήθεια του ραντάρ, σκεφτόμουν τον επισμηναγό Γεράσιμο Φραγκιά, που απογειώθηκε με τη Dakota μετά από μας. Του μίλησα μερικές φορές σε μια συχνότητα που είχαμε συμφωνήσει πριν την απογείωσή μας. 

 

Πετούσε κι αυτός πίσω μας, αλλά με δυσκολία, λόγω των καιρικών συνθηκών. Όταν πέρασα την Κέρκυρα ήρθα σε επαφή με τον έλεγχο εναέριας κυκλοφορίας της περιοχής του Μπρίντιζι και ανέφερα τον τύπο και το χαρακτηριστικό του αεροσκάφους P-9 και ότι η πτήση ήταν VIP, με απογείωση από την Καβάλα και προορισμό το Μπρίντιζι ζητώντας άδεια εισόδου στον εναέριο χώρο της Ιταλίας».

 

Η άδεια δόθηκε παρά το ότι δεν είχε κατατεθεί σχέδιο πτήσης. Ο Ιωαννίδης, λαμβάνοντας υπόψη τις καλές καιρικές συνθήκες και την επάρκεια των καυσίμων κατευθύνει το αεροπλάνο στο στρατιωτικό αεροδρόμιο Ciampino της Ρώμης. 

 

Πίσω του ακολουθεί η Dakota με τον Φραγκιά, τον Ταχτατζή, το Γούλα και άλλους. «Η ορατότητα ήταν πολύ καλή και βλέπαμε από μεγάλη απόσταση τα φώτα της Ρώμης και της περιοχής του αεροδρομίου Ciampino… Ήταν ακόμη νύχτα. Ο ουρανός πεντακάθαρος, αλλά η ψυχή μας μαύρη»… 

 

Το «αντι-κίνημα» του (τέως) βασιλιά απέτυχε για μια σειρά από λόγους, κυρίως δε λόγω της πλημμελούς σχεδίασης και υλοποίησης. Το πλήρωμα της Dakota, εν ενεργεία αξιωματικοί της Αεροπορίας, επέστρεψαν την επομένη στην Ελλάδα και φυλακίστηκαν από τη χούντα των Συνταγματαρχών. 

 

Όπως μου διηγήθηκε πριν μερικά χρόνια ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Γούλας, επρόκειτο να οδηγηθεί μαζί με άλλους 71 αξιωματικούς και των τριών όπλων στο εκτελεστικό απόσπασμα νωρίς τα ξημερώματα της 24ης Δεκεμβρίου 1967. 

 

Τελευταία στιγμή – ίσως με παρέμβαση του τότε Αμερικανού Προέδρου, δόθηκε χάρη και αντί της εκτέλεσης εξορίστηκαν κι αποστρατεύτηκαν. Ο Γούλας οδηγήθηκε στο Γάιο Παξών, όπου παρέμεινε για ένα οκτάμηνο. Ο Ιωαννίδης επέστρεψε το Φεβρουάριο του 1968, όντας χειριστής της Ολυμπιακής Αεροπορίας και δεξί χέρι του Αριστοτέλη Ωνάση.

*Θερμές ευχαριστίες στον καλό φίλο Αλέξη Γούλα για την παράθεση τεκμηρίων από το αρχείο του αείμνηστου πατέρα του, Σμηνάρχου Κωνσταντίνου Γούλα.

 

Πηγές: Παύλος Ι. Ιωαννίδης, «Κι αν δεν είσαι, θα γίνεις…», εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2008 

ΤΟ ΒΗΜΑ, «Μιλάει ο Κωνσταντίνος», συνέντευξη του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου στον Αλέξη Παπαχελά, 24-11-2008

Προσωπικό Αρχείο του Σμηνάρχου Κωνσταντίνου Γούλα