γράφει ο
Βασίλης Μυλωνάς
Τώρα η Οικονομία μας, θα έχει μαύρη τρύπα,
αφού έγινε θάλασσα, ο κάμπος του Αντύπα.
Ο κάμπος ο θεσσαλικός, πλούτου και μαρτυρίων,
που ήταν στα χρόνια τα παλιά, κτήμα λίγων κυρίων.
Ας παραλείψουμε εδώ, την Αρχαία Ιστορία
και λέω να αρχίσουμε, απ’ την Τουρκοκρατία.
Που ο Σουλτάνος νοίκιαζε, τη γη του στους αγάδες
κι αυτοί ήταν αφεντικά, οι τότε τσιφλικάδες.
Τα χωράφια μετανοίκιαζαν κι αυτοί με τη σειρά τους
και μοιραζόταν τη σοδιά και…βγάζαν τον παρά τους.
Οι τσιφλικάδες πλούταιναν και οι κολίγοι ζούσαν,
μ’ έναν μπαξέ και κάποια ζα, έτσι κουτσοπερνούσαν.
Δύσκολη ήταν η σκλαβιά, και η ψυχή πονούσε,
αλλά με τη σκληρή δουλειά, κανένας δεν πεινούσε.
Μα κάποια μέρα όμορφη, ήρθε η λευτεριά τους
και οι κολίγοι πέταξαν, όλοι απ’ τη χαρά τους.
Που πίστεψαν στην παλαιά και νέα τους πατρίδα,
πως κλήρο θα τους έδινε, αυτό όμως δεν το είδαν.
Τα τσιφλίκια βγήκαν στο σφυρί, πουλήθηκαν στην Πόλη
κι οι νέοι αφεντάδες τους Έλληνες ήταν όλοι.
Ήταν καμιά σαρανταριά, Ζάππας, Αβέρωφ κι άλλοι,
όλοι απ’ την αλλοδαπή, κρατούμενοι μεγάλοι.
Πήραν χιλιάδες στρέμματα, οι νέοι τσιφλικάδες
και οι κολίγοι, πια, μ’ αυτούς βρήκαν νέους μπελάδες.
Μερίδιο έπαιρναν πιο πολύ, παίρναν τα ζωντανά τους,
«γούσταραν» τα κορίτσια τους, αλλά και την κυρά τους.
Όποιος ήθελε παντρειά, άδεια θα ζητούσε
και η νύφη με τον τσιφλικά…πρώτη βραδιά περνούσε!
Το ξύλο και οι σκοτωμοί, γινόταν μέρα νύχτα
και ο κολίγος έμοιαζε, πουλί σε όρνιου νύχια.
Αυτά τα είδε ο εγγράμματος, Αντύπας ο Μαρίνος,
που επιστάτης ήτανε, σ’ ένα τσιφλίκι εκείνος.
Και η καρδιά του πόνεσε, μ’ αυτή την τυραννία,
που ήτανε χειρότερη, απ’ την Τουρκοκρατία.
Βάζει τον ιερό σκοπό, να τους ελευθερώσει
κι αρχίζει τα «κηρύγματα», θάρρος για να τους δώσει.
Οι κολίγοι αναθάρρεψαν, αρχίζουν εξεγέρσεις,
μα οι τσιφλικάδες δε σχωρνούν, τις τέτοιες εξαιρέσεις.
Και για απαλλοτρίωση, κουβέντα δεν ακούνε,
όντας οι ίδιοι βουλευτές, τέτοια δεν τα ψηφούνε.
Ο Αντύπας το συνέχισε κι ο κάμπος όλος βράζει,
αλλά με μία τουφεκιά, στη μπάντα ένας τον βάζει.
Είναι ο Γιάννης Κυριακός, όπου οι τσιφλικάδες,
για την «εξυπηρέτηση», χρυσό δίνουν οκάδες.
Πριν εκατόν είκοσι, αυτά γενήκαν, χρόνια,
για τους κολίγους η Πατρίς, τέτοια έδειξε συμπόνια.
Αλλά με την καταστροφή, αυτή της Μικρασίας,
όπου κι ο κάμπος γέμισε κι αυτός της Θεσσαλίας.
Τότε απαλλοτριώθηκαν, στον όγκο των προσφύγων
και η γη μοιράστηκε σ’ αυτούς και τσούρμα των κολίγων.
Έκτοτε αυτός ο κάμπος μας, απ’ άκρη σ’ άκρη ανθούσε,
χίλια καλά τη χώρα μας, τηνε τροφοδοτούσε.
Με την εργατικότητα, γεωργών και κτηνοτρόφων
και η νοικοκυροσύνη τους, τάξης ήτανε πρώτων.
Τώρα, μετά «κατακλυσμό», η γη η ευλογημένη,
με λάσπες και με πτώματα, όλη είναι σκεπασμένη.
Να γίνει καλλιεργήσιμη, κανείς δεν ξέρει πότε,
οι άνθρωποί της θα γενούν, κολίγοι όπως τότε;
Ίσως πάρουν τα μάτια τους και φύγουν για τα ξένα,
τα μέρη τους να νοσταλγούν, τα χιλιοπαινεμένα.