γράφει ο

Βασίλης Μυλωνάς

 

Παιδιά και πάλι απ’ την αρχή, οι γύρες τα ντιπέτια,

για να μας πούν’ οι αρχηγοί, μεράκια και σεκλέτια.

 

Λένε, θα ξαναμαζευτούν, χαμένοι-κερδισμένοι,

να βγάλουν το μεράκι τους, που απ’ την καρδιά τους βγαίνει.

 

«Εμένα να ψηφίσετε, ξέρω να κυβερνάω,

στην Παναγιά ορκίζομαι, δραχμούλα δε θα φάω!»

 

Και ερωτήσεις θα ’χουνε, οι δημοσιογράφοι,

μα, τα καυτά προβλήματα, μήπως μείνουν στο ράφι;

 

Τι να πει ο Κυριάκος μας, πάλι για την ακρίβεια;

Τ’ ακούσαμε χίλιες φορές, τα ίδια και τα ίδια.

 

Ότι πρώτα μάς χτύπησε, η έρμη πανδημία

και το καπάκι έβαλε, μετά η Ουκρανία.

 

Και τώρα που ανατίναξαν, το φράγμα του Δνειπέρου

και άλλο δράμα θα γραφτεί, σίγουρα του Βολταίρου.

 

 Ψεύτες και κλέφτες χαίρονται, μ’ αυτή την ευκαιρία

κι όλα θα τα φορτώσουνε, πάλι στην Ουκρανία.

 

Θα πούν’ «λίγος ηλίανθος και λίγο καλαμπόκι»

και θα μας καβουρντίσουνε, ψηλές τιμές και τόκοι.

 

Τι να μας πούν’ οι αρχηγοί, για αυτούς τους τυχοδιώχτες,

που άλλοι τούς κάνουν τεμενά κι άλλοι είναι Δον Κιχώτες;

 

Τι να μας πούν’ για το ΕΣΥ, για τα ασθενοφόρα,

 που τρεις μέρες κατά σειρά, πήραν την κατηφόρα;

 

Τώρα είμαι γέρος, μα από πριν, που ήμουνα παιδάκι,

εζούσε και βασίλευε, πάντα το φακελάκι.

 

Έναν καιρό οι βοϊδάμαξες, ήταν ασθενοφόρα,

τώρα είναι τα αγροτικά κι όλα τα τροχοφόρα.

 

Μα και αλήθεια, τι να πούν’ , παιδιά, για την Παιδεία,

που δίχως φροντιστήριο, δεν έχεις σωτηρία;

 

Αν δεν αστράψει ο γονιός, να μάθει το παιδί του,

ίσως…χαμάλη να το δει, να καίγεται η ψυχή του.

 

Τι να μας πούνε, βρε παιδιά και για την ανεργία,

που Ευρώπη μεν λεγόμαστε κι είμαστε Τανζανία;

 

Τι να μας πούν’ για τους μισθούς, όλοι οι φαφλατάδες,

που φτάνουν και δε φτάνουνε, μόνο για δυό βδομάδες;

 

Για τα παιδιά που σπούδασαν κι έγδαραν τον ποπό τους,

τι να μας πούν, που με καημό, παίρνουν των οματιών τους;

 

Αλλά, αλήθεια, τα ’χουν πει, τα λένε κάθε μέρα,

μα ήμουν νιος και γέρασα, με τούτην τη φλογέρα.

 

Πως όλα θα τα φτιάξουνε, πάλι αυτά θα πούνε,

μα εγώ σας λέω άδικα, πως θα ξημερωθούνε.

 

Σκέφτηκα θα πεινάσουνε, εκείνο το βραδάκι,

γι’ αυτό και τηλεφώνησα κι εγώ τον Μαμαλάκη.

 

Και μια και είν’ ο πρώτος σεφ και κόβει η κεφαλή του,

ευγενικά του ζήτησα, παιδιά, τη συμβουλή του.

 

Του είπα, κυρ’ Ηλία μου, πως θα τους καμαρώσω,

μα διάλεξε ένα φαγητό κι εγώ θα το πληρώσω!

 

-Φίλε, μου είπε, συμφωνώ, πως θα ξημερωθούνε,

δως τους πατσά με καυτερό, ψέμα μην ξαναπούνε!

 

-Και πρόσεξε τι θα σου πω, που ίσως να στοιχίζει

…πατσά από αμελέτητα, χαλάλι, τους αξίζει!