γράφει ο
Ευριπίδης Ταρασίδης
Θεωρώ ειλικρινή έναν πρωθυπουργό που ομολογεί ότι τον ενδιαφέρει η επικοινωνία, και όχι η ουσία. Θέτει, με τον τρόπο αυτόν, τους προσωπικούς πολιτικούς του στόχους.
Ξεκαθαρίζει από νωρίς την πορεία που θα χαράξει. Δεν μπορεί κανείς από τους αντιπάλους του να ισχυριστεί ότι δεν ξέρει.
Δυστυχώς, έρχεται η στιγμή που η πραγματικότητα δεν διαχειρίζεται με επικοινωνιακούς τρόπους, και η ουσία δεν καλιμπράρεται με πατέντες.
Μια τέτοια στιγμή ήρθε με το δυστύχημα στα Τέμπη. Ο πρωθυπουργός βρέθηκε αντιμέτωπος με το υβρίδιο που έφτιαξε ο ίδιος. Ένας πολιτικός Φρανκεστάιν που εγκλωβίστηκε στη δική του δυστοπία.
Το προφίλ του δομήθηκε με ευλάβεια τα τελευταία 7 χρόνια. Τεχνοκράτης, άριστος, με σπουδές, με πολιτικό DNA, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έγινε από γιος του Κωνσταντίνου, το τσιτάχ της πολιτικής, ο Μωυσής της μεταμνημονιακής Ελλάδας.
Η αναρρίχηση του στην ηγεσία της ΝΔ ήταν η κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Εκείνος και το κόμμα του αναγεννήθηκαν σε ένα συνεχές παρόν. Πριν τον Κυριάκο, δεν υπήρξε ΝΔ. Πριν τις 10 Ιανουαρίου του 2016, δεν υπήρξε Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ο αμερικανοτραφής γκουρού της επικοινωνίας έφτιαξε ένα πρόπλασμα θεού. Ο Κυριάκος ήταν η κορυφή. Όποιος προσπαθούσε να τον αμφισβητήσει, διέπραττε ύβρη. Αν δεν μπορεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης, δεν μπορεί κανείς. Έτσι πέρασε μια τετραετία.
Ο πρωθυπουργός διέφευγε των κρίσεων, σχεδόν ατσαλάκωτος. Έκανε, πάντα, τα ανθρωπίνως δυνατά. Θα ήταν άτοπο οι πολίτες να δείξουν αχαριστία απέναντι στον άνθρωπο που άγγιζε τα όρια της τελειότητας (αν δεν τα όριζε).
Η υγειονομική κρίση, η ακρίβεια, η ενεργειακή κρίση, οι υποκλοπές ήταν εκτός σχεδιασμού. Το μονοπάτι προς τη θέωση απεδείχθη πιο δύσβατο απ’ ό,τι περίμενε. Παρ’ όλ’ αυτά, συνέχιζε. Συνέχιζε μαθαίνοντας. Δεν γινόταν να είναι πανταχού παρών. Ό,τι πήγε στραβά, δεν το γνώριζε. Υποσχόταν όμως να το μάθει. Και όταν το μάθαινε, δεν θα επέτρεπε να ξανασυμβεί.
Πρόθυμοι να υποστηρίξουν το προφίλ του αλάνθαστου εθνάρχη, πολλοί. Η μιντιακή αμνηστία, η παραπληροφόρηση, η σύγκριση με τους προηγούμενους άξεστους κατσαπλιάδες, το άτρωτο κέλυφος προστασίας που του έφτιαξαν ήταν στοιχεία που διατηρούσαν τις μετοχές του Κυριάκου ψηλά.
Η αναμέτρηση με τον εαυτό του ήταν μια διαρκής πρόκληση για εκείνον. Αυτή η αναμέτρηση ήταν ο αγώνας για την διεύρυνση των ορίων της τελειότητας.
Στο πλαίσιο αυτό, το δυστύχημα στα Τέμπη έπρεπε να αντιμετωπιστεί επικοινωνιακά με τα ίδια εργαλεία. Το αλάθητο του εθνάρχη ήταν δεδομένο. Ο θάνατος, όμως, δεν αντέχει επικοινωνιακές φιοριτούρες.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε την οδό του χάους. Αντί να αναλάβει πλήρως την ευθύνη, να μην διαπραγματευτεί την βαρύτητα της δικής του διακυβέρνησης, να μην συγκριθεί με τους προηγούμενους, να στείλει σπίτι της την ηγεσία του Υπουργείου Μεταφορών και να αναλάβει ο ίδιο τη διοίκησή του, δηλαδή να εμφανιστεί σαν κάτι άλλο απ’ όσους κυβέρνησαν, εγκλωβίστηκε μέσα στο δικό του το αφήγημα και διέλυσε την εικόνα που με κόπο έφτιαξε τα προηγούμενα χρόνια.
Δεν ήταν ο Μωυσής, ο Δίας, ο Μότσαρτ της πολιτικής. Δεν ήταν ο άνθρωπος που δεν έμπαινε στο ζύγι με κανέναν.
Δεν ήταν κάτι άλλο. Ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε κανείς να φανταστεί. Ήταν ένας ακόμα βαλκάνιος νεοφιλελεύθερος πολιτικός, μετρίου επιπέδου.
Το ανθρώπινο λάθος, οι προηγούμενοι, οι πιο προηγούμενοι, η κακιά στιγμή, όλοι μαζί, το σύμπαν, αυτοί, εσύ και εγώ, γίναμε ένα μπουλούκι και πήραμε πάνω μας όσα ο καλύτερος πρωθυπουργός της γης δεν δέχτηκε να σηκώσει. Ο Μωυσής έδωσε τη θέση του σε έναν πρωθυπουργό που διστάζει να αναλάβει την ευθύνη που του αναλογεί.
Για να διασωθεί από το ναυάγιο, έριξε ένα σωσίβιο στον εαυτό του. Έγινε συγκρίσιμος, έγινε τρωτός, έγινε προκλητικός. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μετά Τεμπών, μετατράπηκε στον χειρότερο εφιάλτη του: σε έναν άτολμο, χωρίς ενσυναίσθηση, ηττημένο πρωθυπουργό, που το βραβείο του καλύτερου που απένειμε στον εαυτό του, διελύθη εισ τα εξ ων συνετέθη.