γράφει ο

Βασίλης Μυλωνάς

 

Παιδιά, και να ’μουν βασιλιάς, να ’χα κι εγώ πεθάνει,

να ’κανα τους πολιτικούς, ανώμαλο χαρμάνι.

 

Να μάλωναν, να γκρίνιαζαν, το πώς θα με κηδέψουν,

που άλλοι θέλουνε να κλαίν’ και άλλοι να…χορέψουν.

 

Να σπάζαν τα κεφάλια τους, όπως τώρα στον τέως,

που ήταν και πρωταθλητής, λεβέντης και ωραίος.

 

Που άλλοι τον θαυμάζουνε, άλλοι τον προσκυνάνε

και άλλοι, τώρα και νεκρό, γυρεύουν να τον φάνε.

 

Ήτανε τέως βασιλιάς και Έλληνας…σβησμένος,

τώρα για την κηδεία του, θα πάει ο Πικραμένος.

 

Δε στέλνουνε…χαρούμενο, στέλνουνε πικραμένο

και το καρβέλι ολόκληρο και σκύλο χορτασμένο.

 

Όσο ήτανε ζωντανός, τώρα στα τελευταία,

ήτανε ήσυχος, αρνί, του κάναμε παρέα.

 

Και τριγυρνούσε αβλαβής, με τέκνα και εγγόνια,

στη χώρα που ήταν αρχηγός, μόνο για τρία χρόνια.

 

Τότε που ήταν νεαρός και πλήρης…απειρίας

και είχε μόνο τον καημό, της Άννας της Μαρίας.

 

Ήμασταν συνομήλικοι, γνώριζα τ’ όνομά του

και στον στρατό ορκίστηκα, σ’ αυτόν…και στη μαμά του.

 

Ύστερα το τι έγινε, γνωστή η ιστορία,

έφταιγε ή δεν έφταιγε, ήρθε ανωμαλία.

 

Θυμάμαι, μες στις ταραχές, φωνές της…Θείας Δίκης,

έγραφαν και τον φώναζαν, ιό της Φρειδερίκης.

 

Και κάποιοι σχιζοφρενικοί, κάναν δικτατορία

και κάθισαν στον σβέρκο μας, μία επταετία.

 

Ζήσαμε τους ανώμαλους, τους βρόμικους λεκέδες,

που ’χαν στο χέρι βούρδουλα και τσούρμα χαφιέδες.

 

Που αν στραβοκατούραγες, σε κάθιζαν στον πάγκο

και παίρνανε μαθήματα, απ’ τον Ισπανό τον Φράγκο.

 

Στο τέλος τσακιστήκανε, μα, μάτωσαν την Κύπρο,

εάν τους δίκαζα εγώ, μία ποινή τους βρίσκω.

 

Τέλειωσε η περιπέτεια, ήρθε η Δημοκρατία,

μα, ο Κωνσταντίνος ήτανε, στην αυτοεξορία.

 

Και αποφάσισε ο Λαός, σχεδόν την επομένη,

ότι την πλάτη του γυρνά, στην «Βασιλευομένη».

 

Θυμάμαι ακόμη τη φωνή, τότε, του Κωνσταντίνου,

«Καλή Τύχη στους Έλληνες», από σπίτι του Λονδίνου.

 

Μου φαίνεται, η ευχή αυτή, που τότε είχε κάνει,

πως ήταν πλέον «ώριμος» και ήξερε να χάνει.

 

Κι εκεί, στη…μαύρη ξενιτιά, μαζί με την κυρά του,

απόχτησε πέντε παιδιά, με γεια του, με χαρά του.

 

Και νοσταλγούσε, ο άνθρωπος, ολίγον πριν γεράσει,

την απομένουσα ζωή, εδώ να την περάσει.

 

Κι ήρθε με κάποια βάσανα και μετά εμποδίων

και τώρα πια απέτισε, το χρέος του το θείον.

 

Κι ευθύς μπαρουτιαστήκανε, κόμματα κι οργανώσεις,

την ευκαιρία δράξανε, βγάζουν ανακοινώσεις.

 

Και τα κανάλια, ωχ αμάν, μα, τέτοια ευκαιρία,

ε, θα μου πείτε έχουμε, πλέον Δημοκρατία.

 

Τέλος, αποφασίστηκε, θα…πάει στο Τατόι,

θα ’ναι παρόντες ευγενείς, απ’ όλο του το σόι.

 

Μα, τόσες σπαζοκεφαλιές, φρουρές, αστυνομία,

πρωτόκολλα ποιοι επίσημοι, θα παν στην εκκλησία.

 

Αλλά δε θα ’χει κανονιές, σαν αρχηγού του κράτους,

εδώ δείξαν οι υπουργοί, παιδιά, την τσιγκουνιά τους.

 

Δεν τόλμησαν του Σαμαρά, να κάνουνε τη χάρη,

μην η αντιπολίτευση, με πέτρες και τους πάρει.

 

Κατά τα άλλα αείμνηστε, σκοτούρα και φροντίδα

κι ας μην είσαι Έλλην στα χαρτιά, σου δίνει η πατρίδα!

 

Καλή ανάπαυση, λοιπόν, δίπλα στα γονικά σου,

να σε θυμούνται η χήρα σου, τα εγγόνια, τα παιδιά σου!

 

Κοντά σου, συνομήλικε, να ’ρθω ο καιρός ζυγώνει,

αλλά εγώ πώς θα ταφώ, κανείς δε θα μαλώνει!

 

Η Μακαρία η Οδός, για του κοινού μας χρέους,

άλλη είναι για τους θνητούς κι άλλη για…ημιθέους!

 

Καθώς ολόκληρη η ζωή, για εμάς έχει αγώνες,

για τους γαλαζοαίματους, συμπόσια και κορώνες!