γράφει ο

Ευριπίδης Ταρασίδης

 

Το έγκλημα στην Λεκάνη-στο χωριό της μητέρας μου και ένα από τα δύο χωριά μου- «συντάραξε την τοπική κοινωνία», κατά το γνωστό, επαναλαμβανόμενο κλισέ. Αυτό που συντάραξε εξίσου, ήταν η τοξικότητα που αναδύθηκε, για μία ακόμα φορά, στον δημόσιο διάλογο γύρω από τον όρο «γυναικοκτονία».

 

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που αντιδρούν με πάθος για την "ανουσιότητα" του όρου, καθώς, όπως λένε, η γυναικοκτονία είναι μια ακόμα ανθρωποκτονία. Όλως τυχαίως, η συντριπτική πλειοψηφία των διαφωνούντων είναι άντρες.

 

Γιατί λοιπόν "γυναικοκτονία"; Επειδή απλώς, το θύμα είναι γυναίκα; Δηλαδή, η γυναίκα δεν είναι άνθρωπος; Γιατί «κολλάμε» στους όρους;

 

Θα αφήσω εκτός συζήτησης τον ρόλο των νεολογισμών στην ελληνική γλώσσα. Ας αναλάβουν οι γλωσσολόγοι. Επίσης, δεν θα αναφερθώ καθόλου στα διεθνή προηγούμενα για τη σπουδαιότητα της νομικής αναγνώρισης του εγκλήματος.

 

Αλλά ας τα βάλουμε σε μία σειρά.

 

Ως γυναικοκτονία, δεν εννοούμε οποιοδήποτε έγκλημα με θύμα γυναίκα, γενικά και αόριστα. Χρησιμοποιούμε την λέξη για να αναδείξουμε το έγκλημα που πραγματοποιείται λόγω της εξουσιαστικής σχέσης του άντρα με την γυναίκα.

 

 

Ο άντρας σκοτώνει την γυναίκα, ακριβώς επειδή εκείνος είναι άντρας και εκείνη είναι γυναίκα. Αυτή η δολοφονία γίνεται λόγω αυτής της διάκρισης και, γενικότερα, των διακριτών κοινωνικών ρόλων των δύο φύλων.

 

Ο άντρας, ο κυνηγός, ο πολιορκητής, ο προστάτης δεν δέχεται να αμφισβητηθεί ο ρόλος του και η κτήση του. Λέει "η γυναίκα ΜΟΥ ".

 

Και το εννοεί. Δεν είναι απλά η γυναίκα, είναι η δική του γυναίκα (ή η δική του κοπέλα ή η δική του σχέση κτλ.). Θα φύγει οπότε το πει εκείνος, θα ντυθεί όσο "προκλητικά" επιτρέψει αυτός, θα βγει με τις φίλες της αν την «αφήσει» εκείνος.

 

Είναι η πλειοψηφία των αντρών έτσι; Ξεκάθαρα όχι. Όμως, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι, οι περισσότεροι από εμάς (ακόμη και τους νεότερους εξ ημών), μεγαλώσαμε με συγκεκριμένα πατριαρχικής υφής πρότυπα.

 

Οι περισσότεροι κερδίσαμε την μάχη. Ας μην ξεχνάμε ότι οι γυναικοκτονίες των τελευταίων ετών στη χώρα μας (οι οποίες είναι αυξημένες-μόνο στην Καβάλα είχαμε δύο τον τελευταίο χρόνο) έγιναν από άντρες διαφόρων ηλικιών.

 

Όμως, για κάποιους ο κοινωνικός ρόλος του άντρα, κάτω από το βάρος της σύγκρισης με τα υπόλοιπα αρσενικά της ομάδας (πχ άντρες σε ένα καφενείο του χωριού, επαγγελματικός κύκλος, παρέα κτλ.) κατακρημνίζεται και η ανάγκη υπεράσπισής του "δικαιολογεί" τα πάντα.

 

Το έγκλημα είναι η τιμωρία της γυναίκας για την αμφισβήτηση της αιώνια πακτωμένης διάκρισης.

 

Άρα, όχι, δεν είναι μια ακόμα ανθρωποκτονία. Όχι με την έννοια ότι η γυναίκα δεν είναι άνθρωπος (όπως πονηρά λένε κάποιοι, προσπαθώντας να δικαιολογήσουν τον σεξισμό τους). Αλλά με την συγκριτική διάθεση της λέξης.

 

Να το πούμε απλά: στην γυναικοκτονία, το πρόβλημα είναι το πώς αντιλαμβάνεται την έμφυλη διάκριση ο θύτης.

 

Και όχι, δεν λέμε ότι γυναικτονία είναι αν σκοτώσει ένας άντρας μια γυναίκα με το αυτοκίνητο του. Αλλά το ότι την σκοτώνει γιατί εκείνη είναι η γυναίκα ΤΟΥ.

 

Και εκείνος άντρας. Και η γυναίκα είναι κτήση του.

Ακόμα και η ρήση «την γυναίκα δεν την χτυπάς ούτε με τριαντάφυλλο», εμπεριέχει έντονα στοιχεία πατριαρχικής αντίληψης, γιατί, μπορεί να είναι αποτρεπτική, υπονοεί όμως την «δυνατότητα» του άντρα να το κάνει.

 

Δυνητικά, λοιπόν, μια γυναίκα μπορεί να δεχθεί βία από τον άντρα, αλλά ο ιπποτισμός του, δεν του το επιτρέπει.

 

Αυτή η διάκριση, άντρας-γυναίκα, είναι το "κίνητρο" της γυναικοκτονίας. Και όταν το έγκλημα γίνεται μέσα στο πλαίσιο μιας πατριαρχικής κοινωνίας (όπως είναι και η χώρα μας), τότε ο κλοιός γύρω από τις γυναίκες στενεύει.

 

Η δε αναπαραγωγή σεξιστικών προτύπων, η φιλοξενία σε τηλεοπτικά πάνελ ανεκδιήγητων θεσμικών εκπροσώπων, όπως ο κ. Μπαλάσκας, που δεν ντράπηκε να δώσει συμβουλές σε επίδοξους γυναικοκτόνους για να την σκαπουλάρουν με μικρές ποινές, η άρνηση να συζητηθεί σοβαρά η ένταξη του όρου γυναικοκτονία στον Ποινικό Κώδικα, η περιορισμένη έως ανεπαρκής συμβολή του σχολείου στην αποδόμηση των κοινωνικών ρόλων ως φορέων ιδεολογικής φόρτισης, η, σχεδόν εγκληματική, απουσία πρωτοβάθμιας ψυχικής υγείας και των επιπρόσθετων μηχανισμών αποτροπής παρόμοιων εγκλημάτων,  είναι στοιχεία που δεν μας αφήνουν να αισιοδοξούμε για το μέλλον.

 

Τουλάχιστον, ως πρώτο βήμα, ας το πούμε με το όνομα της: γυναικοκτονία.