γράφει ο
Γιώργος Καρανίκας
Δημοσιεύθηκαν τα πρώτα στοιχεία από την πρόσφατη απογραφή πληθυσμού στη χώρα μας.
Ο μόνιμος πληθυσμός της Ελλάδος ανέρχεται πλέον σε 10.432.481 άτομα. Σε σχέση με την απογραφή του 2011 είναι μειωμένος κατά 3,5% ή, με άλλα λόγια, είμαστε κατά 383.805 άτομα λιγότεροι.
Δεν έχουμε ακόμη τα αναλυτικά στοιχεία για την αναλογία νέων προς ηλικιωμένους. Γιατί μας ενδιαφέρει;
Γιατί θα μας δείξει πού βαδίζουμε ως χώρα στους τομείς της υπογεννητικότητας, της επιβίωσης του ασφαλιστικού μας συστήματος, αλλά και της ίδιας της εθνικής επιβίωσής μας (η πληθυσμιακή σύγκριση με την Τουρκία μόνο ίλιγγο μπορεί να προκαλέσει).
Και μιας και μιλήσαμε για νέους.
Μόνο τον τελευταίο μήνα ο αριθμός των νέων ανθρώπων μας που έχασαν τη ζωή του στην άσφαλτο ή τραυματίστηκαν σοβαρότατα… τρέχει με υπερβολική ταχύτητα.
Είναι τα παιδιά μας, από τα οποία περιμέναμε να εργαστούν, για να καταβάλλουν τα ασφάλιστρα που θα πληρώσουν τις επόμενες συντάξεις, αλλά και να γεννήσουν άλλα παιδιά, που θα μας συντηρήσουν πληθυσμιακά τις επόμενες δεκαετίες.
Συγκεκριμένα, όπως επεσήμανε και ο πρόεδρος της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής Θάνος Θανόπουλος κατά την παρουσίαση των προσωρινών αποτελεσμάτων της 22ης Απογραφής Πληθυσμού και Κτιρίων, η μείωση των γεννήσεων, η αύξηση των θανάτων αλλά και η μετανάστευση είναι οι τρεις κύριοι παράγοντες που επηρεάζουν τον αριθμό του πληθυσμού.
Μάλιστα, για πρώτη φορά, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, έχουμε καταγεγραμμένα δεδομένα για τη μεταναστευτική κινητικότητα από τη χώρα μας προς το εξωτερικό – στοιχεία που όμως θα παρουσιαστούν αναλυτικά σε δεύτερο χρόνο.
Διαπιστώνεται ότι από τις 13 Περιφέρειες της χώρας στις 12 σημειώθηκε μείωση πληθυσμού, με γενικό συμπέρασμα ότι η ανεπτυγμένη τοπική οικονομία και η ποιότητα ζωής αποτελούν «κλειδιά» για την συγκράτηση και την αύξηση του πληθυσμού σε επί μέρους Δήμους.
Με τους θανάτους να ξεπερνούν τις γεννήσεις στο σύνολο του πληθυσμού η χώρα διαθέτει έναν από τους πιο γερασμένους πληθυσμούς στην Ευρώπη, γεγονός που αποτελεί βόμβα στο ασφαλιστικό σύστημα αλλά και στην οικονομική ανάπτυξη εν γένει.
Ωστόσο αυτό που προκαλεί τη μεγαλύτερη ανησυχία, και αποτελεί μείζον εθνικό θέμα είναι ότι οι ακριτικές περιοχές αποδυναμώνονται πληθυσμιακά την ώρα που παρατηρείται υπερσυγκέντρωση πληθυσμού σε Αττική και Θεσσαλονίκη.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ στην Αττική παρατηρείται μικρότερη μείωση της τάξης του 0,9%, με τον μόνιμο πληθυσμό να ανέρχεται σε 3.792.469.
Η Κεντρική Μακεδονία είναι η επόμενη ισχυρή πληθυσμιακά περιφέρεια με 1.792.069 κατοίκους, με τη μείωση να υπολογίζεται στους 90.039 κατοίκους σε σχέση με το 2011. Δηλαδή, περίπου οι μισοί κάτοικοι της Ελλάδας μένουν σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη…
Η μεγαλύτερη μείωση πληθυσμού, της τάξης του 10,1%, είναι στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας. Ειδικότερα στην ενότητα Γρεβενών ο μόνιμος πληθυσμός σημειώνει πτώση 16,1%, στην Καστοριά 8,5% και στη Φλώρινα 12,2%.
Εκτιμάται ότι η απόφαση για απολιγνιτοποίηση είχε επιπτώσεις στη μείωση του πληθυσμού σε επίπεδο Περιφέρειας κατά 28.633 κατοίκους.
Μόνο στον Δήμο Εορδαίας, όπου ανήκει η Πτολεμαϊδα, ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 3.178 άτομα.
Αναφορικά με τις ακριτικές περιοχές, που φυλάσσουν Θερμοπύλες ελληνισμού και Ορθοδοξίας και βρίσκονται στο στόμα του Λύκου η εικόνα είναι ανησυχητική: το Καστελόριζο εμφανίζει μείωση πληθυσμού σε 492 κατοίκους από 584 πριν από μια δεκαετία ενώ στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας Θράκης καταγράφεται μείωση 7,6% με τον πληθυσμό να ανέρχεται στους 562.069 κατοίκους από 608.182 το 2011.
Πτώση πληθυσμού ωστόσο καταγράφεται σε όλες τις Περιφέρειες με εξαίρεση την Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου, όπου σημειώνεται αύξηση 5% αποδιδόμενη στην αύξηση του πληθυσμού στους Δήμους Ανάφης, Ιητών, Καλυμνίων, Αγαθονησίου, Αστυπάλαιας, Λέρου, Πάτμου, Καρπάθου, Ηρωικής Νήσου Κάσου, Κύθνου, Κω, Νισύρου, Μήλου, Σίφνου, Πάρου, Αντιπάρου και Μεγίστης. Επίσης στην Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου αν και καταγράφεται πτώση 2,6% συνολικά, σημειώνεται αξιοσημείωτη αύξηση πληθυσμού σε Μυτιλήνη, Ικαρία, Σάμο και Οινούσσες.
Τα στοιχεία του 2021 επιστρέφουν τη χώρα πληθυσμιακά πίσω στο 1994, ωστόσο τα ποιοτικά χαρακτηριστικά διαφέρουν πολύ.
Βασική διαφορά είναι ότι ο πληθυσμός της χώρας είναι ήδη σημαντικά πιο γηρασμένος καθώς 28 χρόνια μετά ο μισός πληθυσμός πλέον είναι άνω των 45 ετών, ενώ το 1994 ήταν κάτω των 36 ετών.
Κι αυτή δεν είναι η μοναδική διαφορά.
Ενώ το 1994 ο αριθμός των γεννήσεων ήταν μεγαλύτερος των 100.000 και ο αριθμός των θανάτων 90.000, σήμερα ο αριθμός των γεννήσεων έχει υποχωρήσει στις 80.000, αλλά οι θάνατοι έχουν ξεπεράσει τους 120.000 ετησίως.